παραγωγικός
Greek (Liddell-Scott)
παραγωγικός: -ή, -όν, «τὸ εφελκυστικὸν ν ὠνομάσθη ὑπό νεωτέρων τινῶν γραμματικῶν παραγωγικὸν» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 267.
παραγωγικός: -ή, -όν, «τὸ εφελκυστικὸν ν ὠνομάσθη ὑπό νεωτέρων τινῶν γραμματικῶν παραγωγικὸν» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 267.