παραγωγικός

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek (Liddell-Scott)

παραγωγικός: -ή, -όν, «τὸ εφελκυστικὸν ν ὠνομάσθη ὑπό νεωτέρων τινῶν γραμματικῶν παραγωγικὸν» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 267.

Greek Monolingual

-ή, -ό παραγωγή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγωγή
2. κατάλληλος, πρόσφορος για παραγωγή, αποδοτικός (α. «παραγωγική επιχείρηση» β. «παραγωγική εργασία»)
3. φρ. α) «παραγωγικές δυνάμεις»
(οικον.) οι δυνάμεις που αποτελούν διαρκή στοιχεία της κοινωνικής οικονομίας και συντελούν στη διατήρηση, ανανέωση και αύξηση του εθνικού πλούτου
β) «παραγωγικές σχέσεις»
(κοινων.) μία από τις βασικότερες έννοιες της μαρξιστικής κοινωνιολογίας που εκφράζει τις υπάρχουσες σε κάθε κοινωνία αντικειμενικές σχέσεις τών ανθρώπων οι οποίες διαμορφώνονται στη διαδικασία παραγωγής του κοινωνικού προϊόντος και της ανταλλαγής και κατανομής τών υλικών αγαθών
γ) «παραγωγική δραστηριότητα»
(οικον.) ο βαθμός απασχόλησης της παραγωγικής δυναμικότητας μιας επιχείρησης, ενός κλάδου ή ενός τομέα
δ) «παραγωγική δυναμικότητα»
(οικον.) η μέγιστη ικανότητα που διαθέτει μια εκμετάλλευση, ένας κλάδος ή ένας τομέας να παράγει, μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, μια ποσότητα προϊόντων
ε) «παραγωγική μέθοδος»
(λογ.-φιλοσ.) η εφαρμοζόμενη μέθοδος κατά τη συγκρότηση και την έκθεση ενός κλειστού συστήματος που στηρίζεται στον εαυτό του, η οποία συνίσταται στη διατύπωση ενός αριθμού αξιωμάτων, ορισμών ή αυτονόητων αιτημάτων, που αποτελούν την αφετηρία μιας σειράς λογικά αλληλένδετων προτάσεων, όπου η προηγούμενη παράγει την επόμενη ως αναγκαία ακολουθία της, αλλ. απαγωγική μέθοδος
στ) «παραγωγικό αγαθό» — το υλικό αγαθό που χρησιμοποιείται για την παραγωγή άλλων αγαθών
ζ) «παραγωγικός συνεταιρισμός» — συνεταιρισμός που αποσκοπεί στη συνένωση παραγωγών ενός προϊόντος ή μιας κατηγορίας προϊόντων ώστε να βελτιωθεί η παραγωγή και να πωλούνται τα προϊόντα τους με πιο συμφέροντες όρους
η) «παραγωγικός συλλογισμός»
(λογ.) συλλογισμός που προχωρεί από γενικές κρίσεις σε μερικές
θ) «παραγωγικό αποτέλεσμα» — η ποσότητα παραγωγής που προέρχεται από τη χρησιμοποίηση μέσων όπως είναι οι ποσότητες συντελεστών της παραγωγής, οι ώρες λειτουργίας τών παραγωγικών μηχανημάτων, οι ποσότητες πρώτων υλών που αναλώθηκαν κ.ά.
ι) «παραγωγικά έξοδα» — έξοδα που γίνονται με σκοπό τη βελτίωση της παραγωγής
ια) «παραγωγικοί συντελεστές»
(οικον.) η γη, η εργασία και το κεφάλαιο, που λαμβάνονται υπ' όψιν συνολικά ή ο καθένας χωριστά στη διαδικασία της παραγωγής
ιβ) «παραγωγική κατάληξη»
γλωσσ. επίθημα με την προσθήκη του οποίου γίνεται η παραγωγή νέων λέξεων
ιγ) «παραγωγικό ν»
γραμμ. το ευφωνικό ν.
επίρρ...
παραγωγικώς και -ά
1. με παραγωγικό τρόπο
2. (λογ.) με την παραγωγική μέθοδο.