σκοπευτικός
Greek (Liddell-Scott)
σκοπευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κατάσκοπον ἢ εἰς κατασκόπευσιν, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 784, Ὠριγέν.
σκοπευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κατάσκοπον ἢ εἰς κατασκόπευσιν, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 784, Ὠριγέν.