σκοπευτικός

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390

Greek (Liddell-Scott)

σκοπευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κατάσκοπον ἢ εἰς κατασκόπευσιν, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 784, Ὠριγέν.

Greek Monolingual

-ή, -ό, / σκοπευτικός, -ή, -όν, ΝΑ σκοπευτής
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκόπευση
2. φρ. α) «σκοπευτικά μηχανήματα»
στρ. όργανα σχετικώς πολύπλοκα, προσαρμοσμένα στους κιλλίβαντες τών πυροβόλων, με τα οποία πραγματοποιείται η κατά διεύθυνση και καθ' ύψος σκόπευση του πυροβόλου ώστε τα βλήματα να πλήξουν τον στόχο
β) «σκοπευτικό όργανο»
στρ. όργανο με το οποίο εκτελείται η σκόπευση όπλου ή οπλικού συστήματος ή επιτυγχάνεται η ορθή κατεύθυνση του οπτικού πεδίου εικονοληπτικής συσκευής στα σύγχρονα όπλα, όπως είναι λ.χ. το κλισιοσκόπιο και το στόχαστρο τών φορητών πυροβόλων όπλων, η σκοπευτική τηλεσκοπική διόπτρα για σκόπευση απομακρυσμένων στόχων ή τα σύγχρονα ηλεκτρονικά-οπτικά μέσα και συστήματα ελέγχου πυρός
γ) «σκοπευτική γραμμή» — η νοητή ευθεία γραμμή που αρχίζει από το μάτι του σκοπευτή, διέρχεται από τη σκοπευτική εγκοπή του κλισιοσκοπίου και την ακή του στοχάστρου και καταλήγει στο κέντρο του στόχου
δ) «σκοπευτική εγκοπή» — η εσοχή που υπάρχει στο όπλο ή στο κλισιοσκόπιο και η οποία μαζί με το στόχαστρο ορίζει την σκοπευτική γραμμή
αρχ.
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον παρατηρητή ή στην παρατήρηση, στην κατόπτευση.