ζεῦξις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ζεύγνυμι)
A yoking or manner of yoking oxen, ζεύξι τοιαύτῃ χρεώμενοι Hdt.3.104. II bridging, τοῦ Βοσπόρου Id.4.88; τοῦ Ἑλλησπόντου Id.7.35.
εως, ἡ, (ζεύγνυμι)
A yoking or manner of yoking oxen, ζεύξι τοιαύτῃ χρεώμενοι Hdt.3.104. II bridging, τοῦ Βοσπόρου Id.4.88; τοῦ Ἑλλησπόντου Id.7.35.