πυραμιδικός
English (LSJ)
ή, όν,
A pyramidal, Iamb. in Nic. p.72 P., al. Adv. -κῶς prob. cj. in Theol.Ar.22.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρᾰμῐδῐκός: ἡ, όν, ὁ ἔχων σχῆμα πυραμίδος, Ἰαμβλίχ. Ἀριθμ. 133.
ή, όν,
A pyramidal, Iamb. in Nic. p.72 P., al. Adv. -κῶς prob. cj. in Theol.Ar.22.
πῡρᾰμῐδῐκός: ἡ, όν, ὁ ἔχων σχῆμα πυραμίδος, Ἰαμβλίχ. Ἀριθμ. 133.