νομευτικός

Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A pastoral, ν. ἐπιστήμη, ν. τέχναι, Pl.Plt.267b, 267d; νομευτική alone, Ael.NA9.54.    II skilled in grazing, ib.14.16.

Greek (Liddell-Scott)

νομευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομέα, ν. ἐπιστήμη, ν. τέχναι, αἱ ἀσχολίαι τῆς ποιμενικῆς ζωῆς, τὸ ποιμαίνειν, Πλάτ. Πολιτικ. 267Β, D. IV. ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ βόσκειν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 16.