ἡ,
A skin and bone, Tz.H.10.717 (pl.).
[Seite 400] ἡ, Knochenhaut, Tzetz.
ὀστοδερμία: ἡ, ὀστᾶ καὶ δέρμα ὁμοῦ, Τζέτζ. Ἱστ. 10, 717.