ὀστοδερμία
English (LSJ)
ἡ, skin and bone, Tz.H.10.717 (pl.).
German (Pape)
[Seite 400] ἡ, Knochenhaut, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστοδερμία: ἡ, ὀστᾶ καὶ δέρμα ὁμοῦ, Τζέτζ. Ἱστ. 10, 717.
Greek Monolingual
ὀστοδερμία, ἡ (Μ)
τα οστά και το δέρμα μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -δερμία (< -δερμος < δέρμα), πρβλ. λεπτοδερμία].