χωρητός
German (Pape)
[Seite 1387] adj. verb. von χωρέω, gefaßt, zu fassen, faßlich, begreiflich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χωρητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃς δύναται νὰ χωρήσῃ εἰς τὸν νοῦν, καταληπτός, ἀπόκρισις ὀλίγοις τῶν ἐπὶ γῆς χωρητὴ Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 292C.