ὁμιλητός
English (LSJ)
ή, όν,
A with whom one may converse or consort, οὐχ ὁ. θράσος A.Th.189. II τὸ ὁ. conversation, social intercourse, Herm.in Phdr.p.183A.
German (Pape)
[Seite 331] mit dem man umgehen, verkehren kann, οὐχ ὁμιλητός, dem man nicht nahen darf, wild, furchtbar, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, Aesch. Spt. 171.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμῑλητός: -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. θράσος Αἰσχύλ. Θήβ. 189.