συγκάλυψις
German (Pape)
[Seite 964] ἡ, = συγκαλυμμός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκάλυψις: ἡ, τὸ συγκαλύπτειν, ἢ κατακαλύπτειν, Μάξιμ. Ὁμολ. τ. 2, σ. 96Α.
[Seite 964] ἡ, = συγκαλυμμός, Sp.
συγκάλυψις: ἡ, τὸ συγκαλύπτειν, ἢ κατακαλύπτειν, Μάξιμ. Ὁμολ. τ. 2, σ. 96Α.