συγκαλυμμός
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ὁ, disguise, masked man, found in Ar.Av.1496 (οὑγκ- Dawes).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκαλυμμός -οῦ, ὁ [συγκαλύπτω] volledige omhulling, vermomming.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγκαλύπτω
συγκάλυμμα.