πολίδιον

Revision as of 11:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

   A v. πολείδιον.

German (Pape)

[Seite 655] τό, dim. von πόλις, Städtchen, s. πολείδιον.

Greek (Liddell-Scott)

πολίδιον: ἴδε πολείδιον.· ― πολίεθρον, ἴδε πτολίεθρον.