λεκίσκιον, λεκίσκος,
A v. λέκος.
[Seite 27] ίδος, ἡ, dim. von λέκος, Epicharm. bei Poll. 10, 86; Iambl.
λεκίς: -ίδος, ἡ, «παροψὶς» Ἡσύχ.