ἠεροφοῖτις
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A walking in darkness, coming unseen, Ἐρινύς Il.9.571, 19.87. II air-traversing, of the moon, Orph.H.9.2; μέλισσα Ps.Phoc.171.
Greek (Liddell-Scott)
ἠεροφοῖτις: -ιδος, ἡ, (φοιτάω) ἡ διερχομένη διὰ τοῦ σκότους, ἐρχομένη ἀφανής, ἀόρατος, ἡεροφ. Ἐρινὺς Ἰλ. Ι. 571, Τ. 87· ἐπὶ τῆς σελήνης, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 2.