φοιτάω

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιτᾰ́ω Medium diacritics: φοιτάω Low diacritics: φοιτάω Capitals: ΦΟΙΤΑΩ
Transliteration A: phoitáō Transliteration B: phoitaō Transliteration C: foitao Beta Code: foita/w

English (LSJ)

Il.2.779, etc.; Ion. φοιτέω Hdt.1.37, 7.126 (also late,
A ἐπεφοίτεε Nonn. D. 1.321); Dor. inf. φοιτῆν Bion Fr.2; impf. Dor. 3sg. ἐφοίτη Theoc.2.155; Ep. 3dual φοιτήτην Il.12.266; Ion. φοίτεσκον Asius 13.1: Aeol. aor. subj. 2sg. -άσῃς Sapph.68:—go to and fro, go backwards and forwards, and generally, with notion of repeated motion, stalk; ἀν' ὅμιλον ἐφοίτα θηρὶ ἐοικώς Il.3.449, cf. 13.760; φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσθ' Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισθε 5.595; φοίτων ἔνθα καὶ ἔνθα κατὰ στρατόν 2.779; ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος Od.9.401., cf.10.119; πάντῃ φοιτήσασα Il.20.6; φοίτα μακρὰ βιβάς 15.686, cf. Od.11.539; διὰ νηὸς φ. keep going from one part to another, 12.420; ἀφάνης κἀν Ἀΐδα δόμῳ φοιτάσῃς Sapph. l.c.; of birds on the wing, Od.2.182, E.Hipp. 1059, Ion 154 (lyr.); of horses going to feed, Hdt.1.78; of hounds casting about for the scent, X.Cyn.4.4, 6.19; φοιτᾷς ὑπερπόντιος ἔν τ' ἀγρονόμοις αὐλαῖς, of love frequenting both sea and land, S.Ant. 785 (lyr.), cf. E.Hipp.447; of young men strutting about to show their persons, λαμπροί τ' ἐν ἥβῃ καὶ πόλεως ἀγάλματα φοιτῶσ' Id.Fr. 282.11.
2 roam wildly about, Il.24.533; οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες φοίτων Od.14.355; φοιτῶν μανιάσιν νόσοις S.Aj.59, cf. OT476 (lyr.), 1255: hence, roam about in frenzy or roam about in ecstasy, ἐς Διόνυσον, of a Bacchant, AP6.172.
3 of sexual intercourse, go in to a man or woman, εἰς εὐνὴν φοιτῶντε Il.14.296; πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 390c; πρὸς τὴν γυναῖκα Lys.1.19; παρ' αὐτήν ib.15; παρὰ τὸν ἑωυτῆς ἄνδρα Hdt.2.111; παρὰ τοὺς δούλους Id.4.1; ἐν περιτροπῇ αἱ γυναῖκες φοιτῶσι τοῖσι Πέρσῃσι Id.3.69.
4 resort to a person as a friend, φ. παρά τινα visit him, Pl.Phd. 59d, Euthd.295d, La.181c, etc.; παρ' ἡμᾶς φ. ὡς παρὰ φίλους Id.R.328d; πρὸς τὴν συνουσίαν τινός Id.Lg.624a; σφιν ἑκατέρωσε Id.Grg.523b.
b resort to a person or place for any purpose, ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηϊόκεα.. δικασόμενοι Hdt.1.96; παρά τινα φ. ἐς λόγους Id.7.103; φ. ἔς τε πολέμους καὶ ἐς ἄγρας, ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς, Id.1.37; ἐς τὰ χρηστήρια Id.6.125; εἰς τὸ ἱερὸν ἑκάστης ἡμέρας Pl.Lg.794b; φ. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, of embassies from the subject states, Th.1.95; φοιτᾶν ἐπὶ τὰς θύρας τινός frequent, wait at a great man's door, Hdt.3.119, X.Cyr.8.1.8, HG.1.6.10; later, φ. ἐπὶ θύρας Plu.Aem.10, Luc.DMort.9.2, etc.; ἐπὶ θύραις Plu.Cat. Mi.21 (s.v.l.); ἐπὶ τὴν ἐμὴν οἰκίαν Lys.3.29, cf. Aeschin.1.58; εἰς τὸ ἱερόν IG7.235.2 (Oropus, iv B. C.); also φ. εἰς συσσίτια Pl.R. 416e; ἄκλητος φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον Cratin.45 (anap.), cf. Eup.162 (lyr.); εἰς καπήλου φ. Plu.2.643c; εἰς Ἱπποθωντίδ' ἐφοίτα φυλὴν χορεύσων D.39.23; of a company of actors, φ. τισι εἰς τὴν πόλιν Pl.Lg. 817a.: abs., of a suitor, φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ' αἰόλος δράκων.. ἄλλοτ' ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος S.Tr.11.
c of a dream that visits one frequently, haunts one, ἐν ὀνείρασι φοιτῶσα E.Alc.355; πολλάκις μοι φοιτῶν τὸ αὐτὸ ἐνύπνιον Pl.Phd. 60e.
5 resort to a person as a teacher, παρά σε ταῦτα μαθησόμενος Id.Smp.206b; παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου (sc. οἶκον); Ar.Eq.1235, cf. Pl.Prt. 326c, Alc.1.109d; τῶν διδασκάλων ὅποι ἐφοιτῶμεν Is.9.28; εἰς τὰ διδασκαλεῖα φ. X.Cyr.1.2.6; εἰς παλαίστραν Pl.Grg. 456d; πρὸς τὰς τοῦ γραμματιστοῦ θύρας Id.Erx.398e: later, c. dat., τοῖς μάγοις Philostr. VA1.26; διδασκάλοις Jul.Or.7.219c: abs., go to school, Ar.Nu.916, 938 (anap.); ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων D.18.265: οἱ φοιτῶντες = the schoolboys, Pl.Lg.804d, Isoc.15.183.
6 of a physician, practise, Hp.Lex4.
II of things, especially of objects of commerce, to come in constantly or come in regularly, be imported, ἐξ ἐσχάτης (sc. Εὐρώπης) ὅ τε κασσίτερος ἡμῖν φοιτᾷ καὶ τὸ ἤλεκτρον Hdt.3.115; κέρεα τὰ ἐς Ἔλληνας φοιτέοντα which are imported into Greece, Id.7.126; σῖτος δέ σφι πολλὸς ἐφοίτα corn came in to them in plenty, ib.23, cf. Lys. 32.15, X.HG1.1.35; come in, of tribute or taxes, τάλαντον ἀργυρίου Ἀλεξάνδρῳ ἡμέρης ἑκάστης ἐφοίτα Hdt.5.17, cf. 3.90: generally, ἀκάμας χρόνος.. ἀενάῳ ῥεύματι φ. E.Fr.594.2 (anap.); ᾧ μία τις πήρα, μία διπλοΐς, εἷς ἅμ' ἐφοίτα σκίπων travelled, AP7.65 (Antip.); of reports, λόγος ἐφοίτα was current, Plu.Fab.21; τὸ Σερτωρίου κλέος ἐφοίτα πανταχόσε Id.Sert.23; ἀρεταὶ πάντῃ φ. διὰ τῆς φήμης D.S.10.12; of fits of pain, ἥδε [νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ, ἀπέρχεται S.Ph.808, cf. Hes. Op.103; of the καταμήνια, Arist.HA582b4, GA727b27; of recurrent καθάρσεις, Id.HA583a26; τὰ οὖρα καθαρὰ ἐφοίτα came clear, Hp. Epid.7.115; ἄνω φοιτᾷ ἡ ὀδύνη Id.Mul.1.63; of recurrent phenomena, such as rain, snow, hail, Arist.Mete.347b12, Pr.931a38.

German (Pape)

[Seite 1297] ion. φοιτέω, Her., φοίτεσκον Asius bei Ath. XII, 526 e, l. d., φοιτήτην = ἐφοιτάτην Il. 12, 266, – hin- und her-, aus- und eingehen, umhergehen, stets mit bes. Nebenbegriff, entweder des wiederholten und häufigen, oder des gemeinschaftlichen, oder des planlosen, unsteten, od. des raschen, hastigen Gehens; öfters bei Hom., wie Il. 24, 533, φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσθ Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισθεν 5, 595, φοίτων ἔνθα καὶ ἔνθα ἀνὰ στρατόν 2, 779, βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος Od. 9, 401, u. sonst; auch φοίτα μακρὰ βιβάς, er ging mit langen Schritten umher, Il. 15, 686, u. öfter, wie Hes.; auch von Vögeln, ὄρνιθες πολλοὶ φοιτῶσιν Od. 2, 182, wie Eur. Hipp. 1059; διὰ νηὸς φοιτᾶν, durch das Schiff hin und her gehen, Od. 12, 420; φοιτᾷ γὰρ ὑπ' ἀγρίαν ὕλαν Soph. O. R. 476, u. öfter; auch von den Anfällen einer Krankheit, ἥδε μοι ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται Phil. 797; bei Her. u. in Prosa bes. = häufig gehen, kommen; ἐς πολέμους, ἐς ἀγορήν, Her. 1, 37; παρ' αὐτόν 1, 96; von der Frau, zum Manne gehen, 2, 111. 4, 1; ἐς τὰ χρηστήρια 6, 125; εἰς συσσίτια u. ä. öfters, ἐπὶ τὰς θύρας Xen. Cyr. 8, 1,8; εἰς παλαίστραν Plat. Gorg. 456 d; εἰς τοὺς διδασκάλους Alc. 1, 121 e; häufiger εἰς διδασκάλου od. εἰς διδασκάλων, sc. οἶκον od. διδασκαλεῖον, zum Lehrer, in die Schule gehen, παῖς ὢν ἐφοίτας εἰς τίνος διδασκάλου Ar. Equ. 1231; Plat. Prot. 326 c Alc. I, 109 d u. sonst; auch πρὸς τὰς τοῦ γραμματιστοῦ θύρας, Eryx. 398 e; auch ohne weitern Zusatz ist φοιτᾶν so gebraucht Ar. Nub. 906. 928; ὅποι ἐφοιτῶμεν, wo wir in die Schule gingen, Is. 9, 28; ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων Dem. 18, 265. – Auch von leblosen Gegenständen, z. B. von Waaren, eingeführt werden, ἀπ' ὅτευ τὸ ἤλεκτρον φοιτᾷ Her. 3, 115; ὅθενσῖτος φοιτᾷ Xen. Hell. 1, 1,35; κέρεα τὰ εἰς Ἕλληνας φοιτέοντα, Hörner, die zu den Griechen eingeführt werden, Her. 7, 126; σῖτός σφισι πολλὸς ἐφοίτα, Getreide kam ihnen reichlich zu, 7, 23; – auch von eingehenden Tributen und Abgaben, τάλαντον ἀργυρίου Ἀλεξάνδρῳ ἡμέρης ἑκάστης ἐφοίτα, an jedem Tage ging bei Alexander ein Talent Silbers ein, 5, 17, vgl. 3, 90; – so ἐπιστολαὶ φοιτῶσιν Plat. Ep. VII, 339 d; ἀπειλαὶ ἐφοίτων παρὰ βασιλέως Legg. III, 698 a. – Wahnsinnig od. wüthend umherirren, umherrasen, Soph. Ai. 59 O. R. 1255; bes. von den Bacchantinnen u. den Priestern der Kybele, in Verzückung umherschwärmen, εἰς Διόνυσον Agath. 31 (VI, 172); vgl. Asclepiad. 22 (V, 207).

French (Bailly abrégé)

φοιτῶ :
f. φοιτήσω, ao. et pf. inus.
aller souvent, d'où
1 aller et venir sans cesse, aller çà et là : φ. διὰ νῆος OD aller et venir à travers un vaisseau;
2 aller et venir souvent, aller d'habitude, fréquenter : φ. παρά τινι, d'ordin. πρός τινα ou παρά τινα fréquenter qqn, avoir des relations amicales avec qqn ; φ. ἐπὶ τὰς θύρας τινός HDT, ἐπὶ θύρας PLUT venir souvent frapper à la porte de qqn ; φ. ἐς ἀγορήν, ἐς ἄγρας HDT aller d'ordinaire au marché, à la chasse ; ἐς τὰ χρηστήρια HDT aller souvent consuler l'oracle ; φ. εἰς τὰ διδασκαλεῖα XÉN aller à l'école ; abs. aller à l'école;
3 venir régulièrement, périodiquement.
Étymologie: p. *φοϜιτάω, de la R. Φυ, croître.

Russian (Dvoretsky)

φοιτάω:
1 носиться взад и вперед, метаться, блуждать: στενάχοντες φοίτων Hom. они бегали, издавая стоны; φοιτᾷ ἡμᾶς ἔγχος ἐξαιτῶν πορεῖν Soph. он бросается из стороны в сторону, прося нас дать ему меч; κύνες φοιτῶσαι Xen. рыщущие собаки;
2 (при)ходить или уходить: φοίτα μακρὰ βιβῶσα Hom. она удалилась большими шагами; ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος Hom. они сбежались отовсюду;
3 порхать, летать (ὄρνιθες φοιτῶσιν Hom.);
4 приходить, (за)хаживать, посещать, бывать (τινι и παρά τινα Plat., πρός τινα и παρά τινι Plut.): φ. ἐπὶ (τὰς) θύρας τινός Her., Xen., Plut., Luc. являться к кому-л.; ἐς πολέμους καὶ ἐς ἄγρας φ. Her. ходить на войну и на охоту; φ. εἰς τὰ διδασκαλεῖα Xen., εἰς διδασκάλου Arph. и εἰς διδασκάλων Plat. ходить в школу; πολλάκις μοι φοιτῶν τὸ ἐνύπνιον Plat. часто являвшийся мне сон;
5 вступать в половую связь, находиться в интимных отношениях (πρὸς и παρὰ τὴν γυναῖκα Lys., Plut.; παρὰ и πρὸς τὸν ἄνδρα Her., Plut.);
6 появляться, возникать, распространяться (τρία φοιτᾷ σώματα διὰ τὴν ψύξιν, ὕδωρ καὶ χιὼν καὶ χάλαζα Arst.; τὸ Σερτωρίου κλέος ἐφοίτα πανταχόσε Plut.): ἥδε (ἄλγησίς) μοι ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ᾽ ἀπέρχεται Soph. эта боль сразу у меня появляется и быстро проходит; τάλαντον ἀργυρίου ἡμέρης ἑκάστης ἐφοίτα Her. ежедневно поступал один талант серебра (дохода); φοιτᾶν σῖτον αὐτοῖς ἐκ Χερρονήσου Lys. (она сказала), что к ним прибывает хлеб из Херсонеса; λόγος ἐφοίτα Plut. распространился слух;
7 ходить в школу, учиться Arph.: διδάσκειν τοὺς φοιτῶντας Plat. обучать учеников; ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ᾽ ἐφοίτων Dem. ты обучал грамоте, а я учился.

Greek (Liddell-Scott)

φοιτάω: Ἰωνικ. -έω, Ἡρόδ. (περὶ τοῦ ἐφοίτεε ἐν Νόνν. Δ. 321, ἴδε Λοβεκ. Τεχν. σελ. 164)· παρατ. Ἐπικ. γϳ δυϊκ. φοιτήτην ἀντὶ ἐφοιτάτην Ἰλ. Μ. 266· Ἰων. φοίτεσκον Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 525F· (ἴδε φοῖτος). Ὑπάγω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἄνω καὶ κάτω, μέσα καὶ ἔξω, ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, καὶ ὅταν ἀπολέσῃ τὴν σαφῆ ταύτην σημασίαν (ἴδε κατωτ. ἐν τέλει), ἔχει ἀείποτε τὴν ἔννοιαν τῆς ἐπανειλημμένης κινήσεως, περιφέρομαι τῇδε κἀκεῖσε, Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· ἀν’ ὅμιλον ἐφοίτα θηρὶ ἐοικὼς Ἰλ. Γ. 449, πρβλ. Ν. 760· φοίτα δ’ ἄλλοτε μὲν πρόσθ’ Ἕκτορος, ἄλλοτ’ ὄπισθεν Ε. 595· φοιτῶν ἔνθα καὶ ἔνθα κατὰ στρατὸν Β. 779· ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος Ὀδ. Ι. 4. 1., Κ. 119· πάντῃ φοιτήσασα Ἰλ. Υ. 6· φοίτα μακρὰ βιβὰς Ο. 686, πρβλ. Ὀδ. Λ. 539· αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, περιῄειν, ἐπορευόμην ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους τοῦ πλοίου εἰς τὸ ἕτερον, Μ. 420 οὕτως ἐπὶ πετομένων πτηνῶν, ὄρνιθες δὲ τε πολλοὶ ὑπ’ αὐγὰς ἠελ?οιο φοιτῶσ’ Β. 182, Εὐρ. Ἱππόλ. 1059, Ἴων 156· ἐπὶ ἵππων νεμομένων, Ἡρόδ. 1. 78· ἐπὶ κυνηγετικῶν κυνῶν περιτρεχόντων καὶ ἰχνηλατούντων, Ξεν. Κυν. 4. 4., 6, 19· φοιτᾷς ὑπερπόντιος, ἒν τ’ ἀγρονόμοις αὐλαῖς, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος περιφερομένου ἀνὰ τὴν ξηρὰν καὶ τὴν θάλασσαν, Σοφ. Ἀντιγ. 785, πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλ. 447· ἐπὶ νεανιῶν περιφερομένων ἄνω καὶ κάτω ὅπως ἐπιδείξωσι τὸ κάλλος αὐτῶν, λαμπροὶ τ’ ἐν ἥβῃ καὶ πόλεως ἀγάλματα φοιτῶσ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 284. 11. 2) περιφέρομαι ἀγρίως ἄνω καὶ κάτω, Ἰλ. Ω. 533· οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες φοίτων Ὀδ. Ξ. 355 φοιτῶν μανιάσιν νόσοις Σοφ. Αἴ. 59. πρβλ. Οἰδ. Τύρ. 476, 1255· ἐντεῦθεν, ὡς τὸ ἀλάομαι, μάλιστα ἐπὶ βακχῶν καὶ τῶν ἱερέων τῆς Κυβέλης, περιφέρομαι τῇδε κἀκεῖσε ὡς μαινόμενος ἢ ὡς ἐν ἐκστάσει, Ἀνθ. Παλ. 6. 172· πρβλ. φοιταλέος, φοιτάς· οὕτω καὶ Λατ. error mentis, ἀντίθετον τῷ mens constans. 3) ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως ἢ συνουσίας, εἰσέρχομαι πρὸς ἄνδρα ἢ πρὸς γυναῖκα, εἰς εὐνὴν φοιτῶντε Ἰλ. Ξ. 296· πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 390C· πρὸς τὴν γυναῖκα Λυσίας 93. 30· παρ’ αὐτὴν αὐτόθι 10· παρὰ τὸν ἑωυτῆς ἄνδρα Ἡρόδ. 2. 111· παρὰ τοὺς δούλους ὁ αὐτ. 4. 1· ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσώπου, τοῖσι Πέρσῃσι ὁ αὐτ. 3. 69. 4) μεταβαίνω, πηγαίνω, συχνάζω πρός τινα ὡς πρὸς φίλον, φ. παρά τινα, ἐπισκέπτομαι αὐτόν, Πλάτ. Εὐθύδ. 295D, Λάχ. 181C, κλπ.· παρ’ ἡμᾶς φ. ὡς παρὰ φίλους ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 328D· πρὸς τὴν συνουσίαν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 624Α· τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 523C· ― ἀκολούθως, συχνάζω πρός τινα ἄνθρωπον ἢ εἴς τινα τόπον πρός τινα σκοπὸν, ἐφοίτεον παρὰ Δηιόκεα... δικασόμενοι Ἡρόδ. 1. 96· φ. παρά τινα ἐς λόγους ὁ αὐτ. 7. 103· φ. ἔς τε πολέμους καὶ ἐς ἄγρας, ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς ὁ αὐτ. 1. 37· ἐς τὰ χρηστήρια ὁ αὐτ. 6. 125 εἰς τὸ ἱερὸν ἑκάστης ἡμέρας Πλάτ. Νόμ. 794Β· φ. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, ἐπὶ πρέσβεων παρὰ τῶν ὑποτελῶν πόλεων, Θουκ. 1. 95· φοιτῶ ἐπὶ τὰς θύρας τινός, συχνάζω εἰς τὴν οἰκίαν τινός, παρὰ τὰς θύρας ἰσχυροῦ τινος, ὅπως τύχω τῆς εὐνοίας καὶ βοηθείας αὐτοῦ, Ἡρόδ. 3. 119, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 8, Ἑλλ. 1. 6, 10· μεταγεν., φ. ἐπὶ θύρας Πλούτ., Λουκ., κλπ.· καί, ἐπὶ θύραις Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21· πρβλ. φοίτησις· ― οὕτως ἐπὶ ὀνείρου συχνάκις ἐπιφαινομένου εἴς τινα, ἐν ὀνείρασι φοιτῶσα Εὐρ. Ἄλκ. 356· πολλάκις μοι φοιτῶν τὸ αὐτὸ ἐνύπνιον Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 60Ε· ὡσαύτως, φ. εἰς ξυσσίτια ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416Ε· οὐ γάρ τοι σύγε πρῶτος ἄκλητος φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 3, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Κόλαξι» 3· φ. εἰς καπήλου Πλούτ. 2. 613C· χορεύσων Δημ. 1001. 20· ἐπὶ τῶν ἐπὶ τραγῳδίαν ποιητῶν ἐρωτώντων: ὦ ξένοι πότερον φοιτῶμεν ὑμῖν εἰς τὴν πόλιν τε καὶ χώραν ἢ μή; Πλάτ. Νόμ. 817Α. 5) συχνάζω πρός τινα ὡς πρὸς διδάσκαλον, παρὰ τὸν Σωκράτη ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 59D· παρά σε ταῦτα μαθησόμενος ὁ αὐτ. εν Συμπ. 206Β· παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου [οἶκον]; Ἀριστοφ. Ἱππ. 1235, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 320C, Ἀλκιβ. αϳ 109D· τῶν διδασκάλων ὅποι ἐφοιτῶμεν Ἰσαῖ. 77. 33· φ. εἰς τὰ διδασκαλεῖα Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2, 6· εἰς παλαίστραν Πλάτ. Γοργ. 456D· πρὸς τὰς τοῦ γραμματιστοῦ θύρας ὁ αὐτ. ἐν Ἐρυξ. 398Ε· μετὰ δοτ., τοῖς μάγοις Φιλόστρ. 35· ― ἀκολούθως ἀπολ., συχνάζω, «πηγαίνω» εἰς τὸ σχολεῖον, Ἀριστοφ. Νεφ. 916, 938· ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ’ ἐφοίτων Δημ. 315. 7· οἱ φοιτῶντες, οἱ μαθηταὶ τοῦ σχολείου, Πλάτ. Νόμ. 804D, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 196· πρβλ. συμφοιτάω, φοιτητής. 6) ἐπὶ ἰατροῦ, ἀσκῶ τὴν τέχνην μου φοιτῶν ἀνὰ τὰς πόλεις, Ἱππ. Λεξ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, μάλιστα ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κομίζομαι, εἰσάγομαι, ἐξ ἐσχάτης (ἐξυπακ. γῆς) ὅ τε κασσίτερος ἡμῖν φοιτᾷ καὶ τὸ ἤλεκτρον Ἡρόδ. 3, 115· κέρεα, τὰ ἐς Ἕλληνας φοιτέοντα, τὰ εἰσαγόμενα εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὁ αὐτ. 7. 126· οὕτω, σῖτός σφισι πολλὸς ἐφοίτα, ἤρχετο εἰς αὐτοὺς πολὺς σῖτος, αὐτόθι 7. 23, πρβλ. Λυσί. 902, ἐν τέλ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 35· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῆς εἰσπράξεως τῶν φόρων ἢ τελῶν, ὡς τὸ Λατιν. redire, τάλαντον ἀργυρίου Ἀλεξάνδρῳ ἡμέρης ἑκάστης ἐφοίτα, δηλ. ἐκομίζετο, Ἡρόδ. 5. 17, πρβλ. 3. 90· ― ἐπὶ τοῦ περιοδικῶς ἐπανερχομένου χρόνου, ἀκάμας χρόνος... ἀενάῳ ῥεύματι φ. Εὐρ. Ἀποσπ. 597· ἐπὶ ὁδοιπορικῆς πήρας ἢ ῥάβδου, Διογένευς τόδε σῆμα..., ᾧ μία τις πήρα μία διπλοΐς, εἷς ἅμ’ ἐφοίτα σκήπων Ἀνθ. Π. 7. 65· ἐπὶ φήμης, λόγος ἐφοίτα, ἐθρυλεῖτο, Πλουτ. Φάβ. 21· κλέος ἐφ. πανταχόσε ὁ αὐτ. ἐν Σερτ. 23, πρβλ. Φάβ. 21, κλπ.· ἀρεταὶ πάντῃ φ. διὰ τῆς φήμης Διοδ. Ἐκλ. 566. 100. 2) ἐπὶ νόσου, ἥδε (νόσος) ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ’ ἀπέρχεται Σοφ. Φιλ. 808, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 100. 3) ἐπὶ περιοδικῶν κενώσεων τῆς κοιλίας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1, περὶ Ζῴων Γενέσ. 1. 19, 22. 4) ἐπὶ βροχῆς, χιόνος ἢ χαλάζης, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 1. 11, 1, πρβλ. Προβλ. 23. 2. ― Τὰ παραδείγματα βεβαιοῦσι τὸ ἐν ἀρχῇ λεχθὲν περὶ τῆς σημασίας τοῦ ῥήματος. Παρὰ τοῖς δοκίμοις δὲν ὑπάρχει ἐξαίρεσις, διότι τὸ ἐν Σοφ. Τραχ. 11, φ. ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐμφάνισιν τοῦ Ἀχελῴου ἐν τρισὶ μορφαῖς· καὶ τὸ ἐν Λυσί. 99. 4, ἐπὶ τὴν ἐμὴν οἰκίαν φ., ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐπανειλημμένην ἀπόπειραν ὅπως εἰσέλθῃ, πρβλ. Αἰσχίν. 9. 5.

English (Autenrieth)

φοιτᾷ, part. φοιτῶντε, ipf. (ἐ)φοίτᾶ, du. φοιτήτην, aor. part. φοιτήσᾶσα: frequentative verb, go, go or hurry to and fro, roam up and down, ἔνθα καὶ ἔνθα, παντόσε, πάντῃ, Β, Il. 12.266; of birds flying the air, Od. 2.182.

Greek Monotonic

φοιτάω: Ιων. -έω, παρατ. Επικ. γʹ δυϊκ. φοιτήτην αντί ἐφοιτάτην· (φοῖτος
I. 1. πηγαίνω εδώ και εκεί, πάνω και κάτω, προχωρώ ή περιπλανιέμαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· διὰ νηὸς φοιτάω, πηγαίνω από το ένα μέρος του πλοίου στο άλλο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για άλογα στον τόπο της βοσκής, σε Ηρόδ.· χρησιμοποιείται για κυνηγετικά σκυλιά που αναζητούν ίχνη, σε Ξεν.
2. περιφέρομαι άγρια πάνω και κάτω, σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται για τους ιερείς της Κυβέλης, σε Ανθ.
3. συχνάζω σ' έναν άνθρωπο ως φίλο, φοιτάω παρά τινα, επισκέπτομαι αυτόν, σε Πλάτ.· πηγαίνω συνεχώς σε κάποιον άνθρωπο ή τόπο για κάποιο λόγο, ἐφοίτεον παρὰ Δηϊόκεα δικασόμενοι, σε Ηρόδ.· φοιτάω ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς, στον ίδ.· φοιτάω πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, λέγεται για τους πρέσβεις, σε Θουκ.· φοιτᾶν ἐπὶ τὰς θύρας τινός, συχνάζω, περιμένω στην πόρτα ενός σπουδαίου άντρα, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για όνειρο, εμφανίζομαι σε κάποιον, ἐν ὀνείρασι, σε Ευρ., Πλατ.
4. συχνάζω σε έναν άνθρωπο ως δάσκαλο, παρὰ τὸν Σωκράτη, σε Πλάτ.· παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου (οἶκον); σε Αριστοφ.· απόλ., πηγαίνω στο σχολείο, σε Πλάτ., Δημ.
II. 1. λέγεται για πράγματα, μεταφέρομαι, εισάγομαι, ἐξ ἐσχάτης (γῆς) ὅτε κασσίτερος ἡμῖν φοιτᾷ καὶ τὸ ἤλεκτρον, σε Ηρόδ.· σῖτος δέ σφι πολλὸς ἐφοίτα, το σιτάρι ήρθε σ' αυτούς σε αφθονία, στον ίδ.· επίσης, λέγεται για την είσπραξη φόρων ή τελών, Λατ. redire, τάλαντον ἀργυρίου Ἀλεξάνδρῳ ἡμέρης ἑκάστης ἐφοίτα, ένα τάλαντο από ασήμι κομιζόταν στον Αλέξανδρο κάθε μέρα, σε Ηρόδ.
2. χρησιμοποιείται για κρίσεις πόνου, ἥδε (νόσος) ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται, σε Σοφ.

Middle Liddell

φοῖτος
I. to go to and fro, up and down, to stalk or roam about, Hom., etc.; διὰ νηὸς φ. to keep going about the ship, Od.; horses at pasture, Hdt.; of hounds casting about for the scent, Xen.
2. to roam wildly about, Hom., Soph.; of the priests of Cybele, Anth.
3. to resort to a person as a friend, φ. παρά τινα to visit him, Plat.; to resort constantly to a person or place for any purpose, ἐφοίτεον παρὰ Δηιόκεα δικασόμενοι Hdt.; φ. ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς Hdt.; φ. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, of embassies, Thuc.; φοιτᾶν ἐπὶ τὰς θύρας τινός to frequent, wait at a great man's door, Hdt.:—so, of a dream, to haunt one, ἐν ὀνείρασι Eur., Plat.
4. to resort to a person as a teacher, παρὰ τὸν Σωκράτη Plat.; παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου [οἶκον]; Ar.; absol. to go to school, Plat., Dem.
II. of things, to come in regularly, be imported, ἐξ ἐσχάτης [γῆς] ὅτε κασσίτερος ἡμῖν φοιτᾷ καὶ τὸ ἤλεκτρον Hdt.; σῖτός σφισι πολλὸς ἐφοίτα corn came in to them in plenty, Hdt.: —also, of the coming in of tribute or taxes, Lat. redire, τάλαντον ἀργυρίου Ἀλεξάνδρῳ ἡμέρης ἑκάστης ἐφοίτα a talent of silver came in to Alexander every day, Hdt.
2. of fits of pain, ἥδε νόσος ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται Soph.

Frisk Etymology German

φοιτάω: {phoitáō}
Forms: φοιτῆσαι, πεφοίτηκα (ἐπεφοίτεε Nonn.)
Grammar: v.
Meaning: ‘hin- und hergehen, wiederholt gehen, umherwandeln, jemanden (regelmäßig) besuchen, in die Schule gehen, auf den Markt kommen’, von einer Ware (seit Il.).
Composita: oft m. Präfix, z.B. ἐπι-, δια-, συν-, ἀπο-. Als Hinterglied u.a. in ἠεροφοῖτις, Beiw. der Ἐρινῦς, in dem Nebel wandelnd (I 571, Τ 87; vgl. Bechtel Lex. s.v., auch Schwyzer 825), in der Luft wandelnd, vom Mond (Orph.), m. ἠεροφοίτης, ἀεροφοίτας (Ion Chius, Orph., Nonn.), ἠερό- (ἀερό-)φοιτος, von Sternen, Vögeln usw. (A.Fr. 282 = 198 M., sp. Dicht.); ὀρειφοίτης, -φοιτος in den Bergen wandelnd mit -φοιτέω (hell. u. sp.). Daraus das Simplex φοίτης· ὸ κήρυξ H.
Derivative: Ableitungen: 1. φοιτάς f. (m.) herumirrend, herumschwärmend, rasend, von Kassandra, Bacchantinnen u.a. (Trag. u.a.; Schwyzer 508) mit φοῖτος m. das Herumirren, Verirrung (φρενῶν A. Th. 661). 2. -αλέος ib., auch herumtreibend, zum Wahnsinn treibend (A. u. E. in lyr., Mosch., AP u.a.; Debrunner IF 23, 25); erweitert -αλιεύς (Opp.), -αλιώτης (AP 9, 524, 22 Versende) von Dionysos, Boßhardt 70. — 3. -ησις (ἐπι-, συν- u.a.) f. ‘das häufige Hingehen, bes. in die Schule’ (att. usw.). 4. -ητής (συν-) m. Schüler (att. usw.), -ητήρ m. ib. (Nonn.), auch = -αλέος (ep. Dicht. V-VIp); -ητός (Kom. Adesp.), -ητικός (Sch.). — 5. Erweiterte Verbformen: a. -ίζω = -άω (h. Hom. 26, 8, Kall., A. R.; wohl nach θαμίζω, Fraenkel Nom. ag. 2, 38). b. -άζω ib. (Hellad. ap. Phot.). Die obigen Formen, einschließlich φοιτάς, φοιταλέος und φοῖτος, gehen alle vom Präsens φοιτάω aus (Brugmann IF 28, 288 A. 1; anders, abzulehnen, Fraenkel Nom. ag. 1, 243 u. 2, 115 m. A. 4). Zur Bildung vgl. σκιρτάω, ἀρτάω, τητάομαιu.a. (Schwyzer 705).
Etymology: Unerklärt. Unhaltbare Etymologien bei Bq; zuletzt Brugmann a.a.O. (mit Anknüpfung an ἰτάω in ἰτητέον eundum u.a.).
Page 2,1034

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=πηγαινοέρχομαι, συχνάζω). Ἀπό τό οὐσ. ὁ φοῖτος (=τό πήγαινε ἔλα, τό νά συχνάζει κανείς κάπου). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό εἶμι (θαμιστ. ἰτάω ἰτητέον). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φοιταλέος, φοιτάς -άδος, ἡ (=μανία), φοιτεία, φοίτησις, ἐπιφοίτησις, συμφοίτησις, φοιτητέον, φοιτητήρ, φοιτητήριον, ἀποφοιτήριον, φοιτητής, συμφοιτητής, φοίτης.