ἀποτήκω
English (LSJ)
A meltaway from, αὐτῆς τῆς φύσεως ἀ. meltaway a part of .., Pl.Ti.65d; τετυλωμένα βλέφαρα ἀ. reduce them, Dsc.5.99: metaph., Plu.2.451f:—Pass., ἀπετάκη αὐτοῦ τρία τάλαντα Hdt.1.50, cf. Epicur. Ep.2. p.49U.; ἀπετάκησαν οἱ μασθοί (prob. for ἀπετάθησαν,), Luc. DMort.28.2.
German (Pape)
[Seite 330] zerschmelzen, durch Zerschmelzen verzehren, Plat. Tim. 65 d; pass., hinschwinden, ἀπετάκη Her. 1, 50; Luc. Mort. D. 28, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτήκω: μέλλ. -ξω, ἀποχωρίζω τι ἀπό τινος, δι’ ἀποτήξεως, τήκω, «λυώνω», ὥστε ἀποτήκειν αὐτῆς τῆς φύσεως Πλάτ. Τίμ. 65D, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 1, 4· τετυλωμένα βλέφαρα ἀποτήκει καὶ σμήχει, μαλακώνει καὶ καθαρίζει, Διοσκ. 5.115: - Παθ., καταναλίσκομαι, χάνομαι, ἀπετάκη αὐτοῦ τρία τάλαντα Ἡρόδ. 1. 50· ἀπετάκησαν οἱ μισθοὶ (κατὰ Graev. ἀντὶ ἀπετάθησαν) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 28. 2.