Ion. for κόρη. κουρή, Ion. for κουρά.
[Seite 1495] ion. u. ep. = κόρη, w. m. s.
κούρη: Ἰων. ἀντὶ κόρη. ΙΙ. κουρή, Ἰων. ἀντὶ κουρά.