ἐκτιτράω

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

fut. -τρήσω,

   A bore through:—Pass., ἐκτιτρώμενος Orib. 46.20.10: pf. Pass. ἐκτετρῆσθαι Hero Bel.96.2, part. ἐκτετρημένος Poll.2.70.

German (Pape)

[Seite 781] ausbohren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτιτράω: μέλλ. -τρήσω, διατρυπῶ, παθ. τοῦ σπληνίου, ἐκτιτρωμένου Ὀρειβάσ. σ. 105. 29 Cochl.· πρκμ. ἐκτετρημένος Πολυδ. Β΄, 20.