ἐκτιτράω
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
fut. -τρήσω, bore through:—Pass., ἐκτιτρώμενος Orib. 46.20.10: pf. Pass. ἐκτετρῆσθαι Hero Bel.96.2, part. ἐκτετρημένος Poll.2.70.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἐξετρησ- Paul.Aeg.6.78.4; en v. med.-pas. perf. ἐκτετρημένη Herod.Med. en Orib.10.37.5]
1 medic. perforar, atravesar ἐξετρήσαμεν τὸν πυθμένα τῆς σύριγγος Paul.Aeg.l.c., en v. pas. ἐφ' οὗ (διέδρου) ἐνδρομὶς κείσθω ... ἐκτετρημένη Herod.Med. en Orib.l.c., ἑκατέρωθεν ἐκτιτράσθω ὅλον τὸ ἀφεστὸς ὀστέον sea perforado por ambas partes el hueso separado Orib.46.11.36, τοῦ σπληνίου ἐκτιτραμένου Orib.46.20.10, ref. a una de las membranas de los ojos, prob. la coroides (χιτών) ἐκτετρημένος Poll.2.70.
2 gener. agujerear, atravesar en v. pas. τὸ περίτρητον ἀσθενὲς ὑπάρχει διὰ τὸ πάντη ἐκτετρῆσθαι el madero agujereado (de la máquina bélica) resulta endeble al estar atravesado por todos lados Hero Bel.96.3, cf. Phot.s.u. σκαπέρδα, ἔστω ... ἡμῖν ... τὰ ἱστία ... μὴ ἐκτετρημένα tengamos las velas sin agujerear Chrys.M.63.236, ἀστράγαλοι ἐκτετρημένοι tabas agujereadas y aserradas como fichas de jugar, Sud.s.u. λίσποι.
German (Pape)
[Seite 781] ausbohren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτιτράω: μέλλ. -τρήσω, διατρυπῶ, παθ. τοῦ σπληνίου, ἐκτιτρωμένου Ὀρειβάσ. σ. 105. 29 Cochl.· πρκμ. ἐκτετρημένος Πολυδ. Β΄, 20.