προσαμφιέννυμι

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

Att. fut. -αμφιῶ,

   A put on over, τινά τι Ar.Eq.891.

German (Pape)

[Seite 748] (s. ἕννυμι), noch dazu od. darüber anziehen, τινά τι, Ar. Equ. 888.

Greek (Liddell-Scott)

προσαμφιέννῡμι: μέλλ. Ἀττικ. -αμφιῶ, ἀμφιέννυμι ἐπὶ πλέον, τινά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 891. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσαμφιῶ, πρὸς οἷς ἔχει ἐνδύσω».