συνασπίζω

Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ Hsch.:— to be a shield-fellow or comrade, E.Cyc.39; second or support, τινι Sch. Hermog. in Rh.7.353 W.:—Med., S.E.M.7.328 (metaph.).    II = συνασπιδόω, Plb.4.64.6, Phld.Ir.p.52 W., Plu.Rom.18, Ascl.Tact. 4.1, etc.; fight side by side, ἐπί τινα Luc.Pisc.1; σ. τισί stand in line with them, D.S.17.84, cf. 4.16.    III trans., σ. τοὺς μετ' αὐτοῦ forms them in close order, J.BJ4.1.5.

German (Pape)

[Seite 1005] die Schilde zusammenhalten, mit dicht an einander gehaltenen Schilden in geschlossenen Reihen stehen; Pol. 4, 64, 6. 12, 21, 3; Plut. Rom. 18; Luc. pisc. 1. – Ueberh. Jemandes Gefährte sein, Βακχίῳ συνασπίζοντες, Eur. Cycl. 39; ἀλλήλοις, Strab. 3, 4, 5; so auch med., S. Emp. adv. log. 1, 328.

Greek (Liddell-Scott)

συνασπίζω: μέλλ. -ιῶ (ἴδε προηγούμ.)· εἶμαι συνασπιστής, συστρατιώτης (ἴδε συνασπιστής), Εὐρ. Κύκλ. 39· ὑποστηρίζω, τινὶ Ρήτορες (Walz) 7. 355. ― Μέσ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 328. ΙΙ. = συνασπιδόω, Πολύβ. 4. 64, 6, κτλ.· μάχομαι πλησίον τινός, παραπλεύρως, ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 1· σ. τισί, ἵσταμαι ἐν γραμμῇ μετ’ αὐτῶν, Διόδ. 17. 84, πρβλ. 4. 16. 2) μεταβατ., σ. τοὺς μετ’ αὐτοῦ, σχηματίζει αὐτοὺς εἰς πυκνὴν παράταξιν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 1, 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11.