κωμῆτις
English (LSJ)
ιδος, fem. of κωμήτης, Ar.Lys.5, Fr.274.
German (Pape)
[Seite 1544] ιδος, ἡ, fem. zu κωμήτης, Dorfbewohnerinn, Poll. 9, 11 u. Sp. – Rachbärinn, Ar. Lys. 5.
Greek (Liddell-Scott)
κωμῆτις: -ιδος, θηλ. τοῦ κωμήτης, Ἀριστοφ. Λυσ. 5, Ἀποσπάσμ. 265.