κωμήτης
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
κωμήτου, ὁ,
A villager, countryman, Pl. Lg.762a, 763a, X.An.4.5.24, Call.Hec.Fr.23 M., UPZ120.3 (κωμίτης, ii B.C.), D.H.4.14, etc.
II in a city, one of the same quarter or district, Ar.Nu.965, OGI488.3 (Philadelphia), CIG3695b (Aesepus): more generally, Φεραίας κωμῆται χθονός dwellers in, E.Alc.476; θυρέτρων τῶνδε κωμῆται θεοί neighbours, Ion Trag.37.
German (Pape)
[Seite 1544] ὁ, Dorfbewohner, Landmann, im Gegensatz des Städters; ἐκ τῶν ἄλλων γεωργῶν τε καὶ κωμητῶν Plat. Legg VI, 763 a; καὶ φυλέται ib. XII, 956 c; Xen. An. 4, 5, 24; Sp., wie Diosc. 16 (VII, 410). – In der Stadt der in demselben Viertel Wohnende, der Nachbar, Ar. Nubb. 965; θυρέτρων τῶνδε κωμῆται θεοί Ion bei Poll. 9, 36.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitant d'un village, villageois, p. ext. habitant en gén. ; habitant du même village, du même quartier, voisin.
Étymologie: κωμάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωμήτης -ου, ὁ [κώμη] dorpsbewoner, wijkgenoot; alg. bewoner:. Φεραίας τῆσδε κωμήται χθονός bewoners van het land van Pherae hier Eur. Alc. 476.
Russian (Dvoretsky)
κωμήτης: ου ὁ
1 поселянин, крестьянин (γεωργοί τε καὶ κωμῆται Plat.);
2 житель (Φεραίας χθονός Eur.);
3 житель того же городского района, сосед Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κωμήτης: -ου, ὁ, (κώμη) ἀγρότης, χωρικός, κατ’ ἀντίθεσ. πρὸς τὸν κάτοικον πόλεως, Πλάτ. Νόμ. 762Α, 763Α, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 24. ΙΙ. ἐν πόλει, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς συνοικίας, ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. vicinus, Ἀριστοφ. Νεφ. 965· γενικώτερον, Φεραίας χθονὸς κωμῆται, κάτοικοι…, Εὐρ. Ἄλκ. 476· θυρέτρων τῶνδε κωμῆται θεοί, γείτονες, Ἴων παρὰ Πολυδ. Θ΄, 36· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκ.) 369b, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
κωμήτης, ὁ θηλ. κωμῆτις, -ιδος, δωρ. τ. αρσ. κωμέτας (Α) κώμη
1. κάτοικος κώμης («τῶν ἄλλων γεωργῶν τε και κωμητῶν», Πλάτ.)
2. γείτονας («ἡ γ' ἐμὴ κωμῆτις», Αριστοφ.)
3. (γενικά) κάτοικος («ξένοι, Φεραίας τῆσδε κωμῆται χθονός», Ευρ.).
Greek Monotonic
κωμήτης: -ου, ὁ (κώμη),
I. χωρικός, επαρχιώτης, αγρότης, σε Πλάτ., Ξεν.
II. λέγεται στην πόλη, κάποιος από την ίδια συνοικία, Λατ. vicinus, σε Αριστοφ.· με πιο χαλαρή έννοια, χθονὸς κωμῆται, κάτοικοι ενός τόπου, σε Ευρ.
Middle Liddell
κωμήτης, ου, ὁ, κώμη
I. a villager, countryman, Plat., Xen.
II. in a city, one of the same quarter, Lat. vicinus, Ar.; more loosely, χθονὸς κωμῆται dwellers in a land, Eur.