διερέσσω

Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

aor. -ήρεσα, poet.

   A -ήρεσσα Od.14.351:—row about, χερσὶ δ. to swim, 12.444, 14.351.    2 c. acc., δ. χέρας wave them about, E.Tr.1258 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

διερέσσω: μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.