διασκέπτομαι
English (LSJ)
A = διασκοπέω, Luc.Vit.Auct.27, VH2.18.
German (Pape)
[Seite 602] dep. med., 1) genau betrachten, erwägen; Eur. Cycl. 554; λόγον Plat. Theaet. 168 e, u. öfter; πρὸς ἑαυτόν, bei sich, Charmid. 160 e; πάντα διεσκέφθαι, pass., Ar. Th. 687. – 2) sich rings umsehen, Xen. Cyn. 9, 3. – S. διασκοπέω.
Greek (Liddell-Scott)
διασκέπτομαι: μεταγεν. τύπος τοῦ διασκοπέω, Λουκ. Β. Πρ. 27, Ἀληθ. Ἱστ. 18.