διασκέπτομαι

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκέπτομαι Medium diacritics: διασκέπτομαι Low diacritics: διασκέπτομαι Capitals: ΔΙΑΣΚΕΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: diasképtomai Transliteration B: diaskeptomai Transliteration C: diaskeptomai Beta Code: diaske/ptomai

English (LSJ)

= διασκοπέω, Luc.Vit.Auct.27, VH2.18.

Spanish (DGE)

1 mirar detenidamente, inspeccionar, examinar atentamente (οἶνον) E.Cyc.557, ἅπαντα ... καλῶς Ar.Th.687, τὰς ἐπιστολάς D.H.5.8, αὐτῶν μίαν (νῆσον) Philostr.VA 7.25
vigilar c. or. complet. διασκεψάμεναι μὴ ὁρῶνται ὑπό τινος X.Cyn.9.3.
2 considerar con cuidado, estimar, indagar νόμους Hdt.3.38, πάντα Hp.Acut.(Sp.) 22, τὸν λόγον Pl.R.351a, τὰ δίκαια X.HG 3.1.24, θάτερον μέρος Aristox.Harm.25.7, τὰ μέρη Ph.1.471, τά τ' ἄλλα περὶ ἐχθρῶν Plu.2.86c, c. interr. ind. περὶ ἧς εἰ φαύλως ἢ μὴ φαύλως Arist.Pol.1272a26, πῶς πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς τυγχάνουσιν ἔχοντες Anaximen.Rh.1436b18, πρὸς ἐμαυτὸν ... πῶς ἄν ... I.AI 11.334, cf. Phld.Mus.4.38.1, Gr.Naz.M.37.816A, IEphesos 1324.12 (VI d.C.)
abs. recapacitar, reflexionar πρὸς ἑαυτόν Pl.Chrm.160e, (αὐτὰ) περὶ ὧν διεσκέπτετο μὴ παραλιπεῖν Plu.2.119b, ἐπέχειν δὲ ἔτι καὶ διασκέπτεσθαι Luc.VH 2.18, cf. Vit.Auct.27, PLond.1912.71 (I d.C.), S.E.M.7.10, A.Andr.Gr.46.8.

German (Pape)

[Seite 602] dep. med., 1) genau betrachten, erwägen; Eur. Cycl. 554; λόγον Plat. Theaet. 168 e, u. öfter; πρὸς ἑαυτόν, bei sich, Charmid. 160 e; πάντα διεσκέφθαι, pass., Ar. Th. 687. – 2) sich rings umsehen, Xen. Cyn. 9, 3. – S. διασκοπέω.

French (Bailly abrégé)

f. διασκέψομαι, etc.
examiner à fond, acc..
Étymologie: διά, σκέπτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκέπτομαι, praes. gew. aangevuld door vormen van διασκοπέω goed bekijken; pass.: ἔοιχ’ ἡμῖν ἅπαντά πως διεσκέφθαι καλῶς het lijkt erop dat zo’n beetje alles door ons goed is geïnspecteerd Aristoph. Th. 687. meestal overdr. grondig beschouwen, onderzoeken.

Russian (Dvoretsky)

διασκέπτομαι:
1 оглядываться, озираться (διασκεψάμενοι μὴ ὁρῶνται ὑπό τινος Xen.);
2 внимательно рассматривать (γράμματα Plut.);
3 перен. обдумывать (τι Plat. и περί τινος Arst.): δ. πρὸς ἑαυτόν Plat. размышлять, соображать; φέρε διασκεψώμεθα Eur. давай посмотрим.

Greek Monolingual

διασκέπτομαι)
1. μελετώ κάτι με προσοχή, εξετάζω διεξοδικά
2. συσκέπτομαι με άλλον ή άλλους για τη λήψη αποφάσεων.

Greek Monotonic

διασκέπτομαι: μεταγεν. τύπος του διασκοπέω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διασκέπτομαι: μεταγεν. τύπος τοῦ διασκοπέω, Λουκ. Β. Πρ. 27, Ἀληθ. Ἱστ. 18.

Middle Liddell

late form of διασκοπέω Luc.]