ὁ, (σκάζω)
A limping, halting, Aq.Ps.34(35).15.
[Seite 890] ὁ, das Hinken, LXX.
σκασμός: ὁ (σκάζω) τὸ σκάζειν, χωλαίνειν, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθήκη.