συοβαύβαλος

Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

   A of or from a pig-sty, σ. λόγος a swineherd's song, Cratin.312:—as Subst.(sc.σταθμός) pig-sty, Hsch., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

συοβαύβᾰλος: ὁ ἐκ συφεοῦ ἢ συβώτου προερχόμενος, λόγος τις ὑπῆλθ’ ἡμᾶς ἀμαθὴς συοβαύβαλος Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 33, ἔνθα ἴδε Meineke· ― ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακ. τοῦ σταθμός),· «συοβαύβαλοι· συῶν αὐλιστήρια ἢ κοιμητήρια» Ἡσύχ.· «συοβαύβαλοι ἐν οἷς οἱ σύες εὐγάζονται» Φώτ.