ἀντιφωτισμός
English (LSJ)
ὁ,
A reflection of light, Plu.2.625e; πρὸς τὴν σελήνην Id.Nic.21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφωτισμός: ὁ, (φωτίζω) ἀντανάκλασις φωτός, ἀντίλαμψις, πῶς νῦν (τὰ αἰσθητήρια τῶν γερόντων) ἐν τῷ ἀναγιγνώσκειν τὸν ἐγγύθεν ἀντιφωτισμὸν οὐ φέρουσι; Πλούτ. 2.625DϏ ὁ πρὸς τὴν σελήνην τῶν ἀσπίδων ἀντιφωτισμὸς ὁ αὐτ. Νικ. 21.