καπνίτης
English (LSJ)
[ῑ] λίθος
A smoky quartz, Alex. Trall.1.15. II fem. καπν-ῖτις (v.l. -ίτης), = καπνός 11, Ps.-Dsc.4.109.
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, = κάπνιος, Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
καπνίτης: ὁ, = κάπνιος ΙΙ, Διοσκ. 4. 110.