Θησεύς

Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ, gen. Θησέως [trisyll., S.Ph.562, OC1593, 1657, but disyll., ib. 1003, 1103]:—Theseus, Il.1.265, etc.: pl.

   A Θησέες Pl.Tht. 169b; Θησεῖς Alciphr.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

Θησεύς: ὁ, γεν. Θησέως τρισύλλ., Σοφ. Φ. 562, Ο. Κ. 1593, 1657, ἀλλὰ δισύλλ., αὐτόθι 1003, 1103: ― ὁ διάσημος προγονικὸς ἥρως τῶν Ἀθηνῶν, κατὰ πρῶτον μνημονευόμενος ἐν Ἰλ. Α. 265, κτλ.· οἱ Θησέες Πλάτ. Θεαιτ. 169Β. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΘΕ, τίθημι, ὁ συνοικίζων, ἐκπολιτίζων· πρβλ. θής, τίθημι Α. ΙΙΙ.)