ἥρως

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἥρως Medium diacritics: ἥρως Low diacritics: ήρως Capitals: ΗΡΩΣ
Transliteration A: hḗrōs Transliteration B: hērōs Transliteration C: iros Beta Code: h(/rws

English (LSJ)

ὁ (also ἡ in signf. III), gen. ἥρωος (ἥρως codd. in Od.6.303, fort. leg. ἥρωος), IG22.1641.6 (iv B.C.), etc.; also
A ἥρω D.19.249, IG2.1191 (iii B.C.), Paus.10.4.10: dat. ἥρωϊ, mostly in form ἥρῳ Il.7.453, Od.8.483, Pl.Com.174.18, Orac. ap. D.43.66: acc. ἥρωα Pl.Lg.738d, IG3.810 (ἥρωα Epigr.Gr.774 (Priene)); usually in form ἥρω IG2.1058.25 (iv B.C.), Pl.R.391d, A.R.2.766, etc., also ἥρων Hdt.1.167:—Plur., nom. ἥρωες (ω Pi.P.4.58), rarely contr. ἥρως, as in Ar.Fr.304: dat. ἥρωσιν A.Fr.55, Ar.Av.1485; ἡρώνεσσι Sophr.154: acc. ἥρωας (ω Pi.P.1.53), rarely ἥρως, as in A.Ag.516, Luc.Dem.Enc.4:—hero, ἥρωες Δαναοί, ἀχαιοί, Il.2.110,19.34; στίχας ἀνδρῶν ἡρώων Od.1.101; ἡρώων ἀγοράς, of the Phaeacians, 7.44; ἥρῳ Δημοδόκῳ 8.483; οἱ ἡγεμόνες τῶν ἀρχαίων μόνοι ἦσαν ἥρωες, οἱ δὲ λαοὶ ἄνθρωποι Arist.Pr. 932b18, but cf. Il. cc.
2 the Fourth Age of men, between δαίμονες and ἄνθρωποι, Hes.Op.172, cf. Pl.Cra.398c.
3 heroes, as objects of worship, ἥ. ἀντίθεοι Pi.P.1.53,4.58; ἥρως θεός, of Heracles, Id.N.3.22; but [Ἡρακλέϊ] τῷ μὲν ὡς Ὀλυμπίῳ θύουσι, τῷ δὲ ἑτέρῳ ὡς ἥρωι ἐναγίζουσι Hdt.2.44; Σίσυφος ἥρως Thgn.711; twice in A., Ag.516, Fr.55; once in E., Fr.446(lyr.); οὔτε θεοὺς οὔθ' ἥρωας αἰσχυνθεῖσα Antipho 1.27; especially of local deities, founders of cities, patrons of tribes, etc., Hdt.1.168, Th.4.87, Pl.Lg.l.c., Arist.Pol.1332b18, etc.; at Athens, ἥρωες ἐπώνυμοι heroes after whom the φυλαί were named, Paus.1.5.1,2, cf. Hdt.5.66; of historical persons to whom divine honours were paid, as Brasidas at Amphipolis, Th.5.11, cf. Hdt.5.114,7.117: hence,= Lat. divus, ἥρωα ἀπεδείξατε [τὸν Αὔγουστον] D.C.56.41; also, = Lares, D.H.4.14; ὁ κατ' οἰκίαν ἥρως = lar familiaris, ib.2.
II later,= μακαρίτης, deceased, Alciphr.3.37, Hld.7.13: pl., PMag.Par.1.1390: freq. in Inscrr., ἥρως χρηστέ, χαῖρε IG9(2).806, cf. 14.223, etc.; even of women, ib.9(2).961 (Larissa), al.; θεοῖς ἥρωσι = dis Manibus, ib.14.1795 (Rome), etc.; ὑβρίσαντας τοὺς ἥρωας τῶν τέκνων ἡμῶν SIG1243.23 (Acraeph.).
III ἥρως ποικίλος = στιγματίας, Hsch., Phot.
IV βοῦς ἥρως = ἡγεμών, IG22.1126.32.
V v. Ἥρων.

German (Pape)

[Seite 1176] ωος, ὁ, dat. p. auch ἥρῳ, Il. 7, 453 Od. 8, 483, wie Ar. Av. 1490 u. Plat. com. bei Ath. X, 442 a; ἥρωος ist Od. 6, 303 ein Dactylus; einen gen. ἥρω haben erst Sp., wie Paus. 10, 4, 10, denn bei Dem. 19, 249, wo Bekker τοῦ Ἥρω τοῦ ἰατροῦ für die vulg. l. ἥρωος liest, ist es als nom. pr. zu betrachten; acc. ἥρω, die eigtl. att. Form nach Thom. Mag.; doch steht ἥρωα bei Plat. Legg. V, 738 d; vgl. Lob. zu Phryn. p. 159; mit verkürztem ω steht ἥρωα Ep. ad. 291 b (App. 376); bei Her. 1, 167 ἥρων, was auch aus Ar. anführt Schol. Il. 13, 428; acc. plur. ἥρωας, att. auch ἥρως; für den nom. wird diese Form von den Grammatikern aus Ar. angeführt. Nach Plat. Crat. 398 c von ἔρως od. ἔρειν, nach alten Grammatikern von ἔρα od. ἀήρ, Alles unrichtig; vgl. Ἥρα, Herr, bes. in der Sprache des Nibelungenliedes. Ursprünglich der Herr, der freie Mann, bes. als ehrende Anrede an die Soldaten, ἥρωες Δαναοί, ἥρωες Ἀχαιοί, Il. 2, 110, wo ein Schol. mit Recht bemerkt, daß alle Kämpfer, Mannen, angeredet werden, nicht bloß die Könige, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 101; Iliad. 19, 34 (vo der Schol. zu vgl.). 41. 78 Od. 1, 101 u. öfter. Bes. freilich die Edlen, durch Geburt, Macht, Tapferkeit Ausgezeichneten, vgl. Arist. probl. 19, 49 οἱ δὲ ἡγεμόνες τῶν ἀρχαίων μόνοι ἥρωες, οἱ δὲ λαοὶ ἄνθρωποι; aber auch der Sänger Demodokus heißt so, 8, 483, u. ein Herold Mulios, 18, 423, u. die nicht kriegerischen Phäaken heißen 7, 44 ἥρωες, freie Herren; Linos, Theocr. 24, 105. – Wie aber schon Hom. Kämpfer der Vorzeit ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν nennt, Il. 12, 23, u. der Mensch gern die scüheren Zeiten als in jeder Beziehung höher u. vollkommner darstellt, so bildet sich der Begriff des ἥρως zu einem über das gewöhnliche Maaß des Menschlichen hinausgehenden Helden, von denen Hes. O. 174 die vor Theben u. Ilios Gefallenen nach den Inseln der Seligen versetzt, wo sie als selige Heroen einen wesentlichen Vorzug vor anderen Menschenkindern genießen, vgl. 158 ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται ἡμίθεοι; sie erscheinen dann als eine Zwischenstufe zwischen Menschen u. Göttern, als Halbgötter, die eine eigene Verehrung genießen, bes. die von einem Gotte u. einer sterblichen Frau Erzeugten; so ist ἥρως θεός Herakles Pind. N. 3, 21; ἀντίθεοι ἥρωες P. 3, 58; so Aesch. τὴν δευτέραν δὲ κρᾶσιν ἥρωσιν νέμω, frg. 46; der Herold erwähnt Ag. 502 nach den anderen Göttern ἥρως τε τοὺς πέμψαντας; ähnlich Ar. Av. 881 u. sonst; mit den Göttern zusammen angerufen, Thuc. 2, 74; Lycurg. 1; Isocr. 14, 60; ἐγχώριοι Din. 1, 64, wie Thuc. 4, 87 u. A.; θεοί, ἥρωες, ἄνθρωποι stehen neben einander Antiph. 1, 27; θεοῦ παῖδά τε καὶ ἥρω vrbdt Plat. Rep. III, 391 d; θεὸν ἢ δαίμονα ἤ τινα ἥρωα Legg. V, 738 d; δαίμονες καὶ ἥρωες καὶ ἄνθρωποι Crat. 397 d (vgl. über die den Göttern näher stehenden Dämonen Hes. O. 124. 254); Luc. D. Mort. 3, 2 erkl. ὃ μήτε ἄνθρωπός ἐστι μήτε θεὸς καὶ συναμφότερόν ἐστι. Bes. sind es einzelner Landschaften, Städte u. s. w. Schutzgottheiten, als welche die Gründer u. ersten Anbauer von den dankbaren Nachkommen angenommen wurden; so in Athen die ἥρωες ἐπώνυμοι, nach denen die Phylen benannt waren; sie hatten kleinere Tempel od. Kapellen, ἡρῷα, u. Feste, Arist. pol. 7, 11, 4. Vgl. noch Her. 1, 168. 5, 114. 6, 38. 69. 7, 43. 117. 8, 38; Thuc. 5, 11. – Bei D. Hal. 4, 14 sind ἥρωες προνώπιοι die lares der Römer; – Sp. = μακαρίτης, der Selige, der Verstorbene, Alciphr. 3, 37; Heliod. 7, 13; daher auch für das röm. divus, D. C. 56, 41.

French (Bailly abrégé)

ωος ou –ω (ὁ) :
dat. -ωϊ ou -ῳ, acc. -ωα ou -ω, ou -ων ; plur. -ωες ou-ως, acc. -ωας ou -ως;
1 maître, chef, noble;
2 demi-dieu;
3 tout homme élevé au rang de demi-dieu.
Étymologie: apparenté au lat. vir ; cf. grec latinisé « heros ».

Russian (Dvoretsky)

ἥρως: gen. ἥρωος (gen. иногда с ω коротким, редко ἥρω) ὁ (dat. ἥρωι - поэт. ἥρῳ, acc. ἥρω - эп. ἥρωα, ион. ἥρων, acc. pl. ἥρως и ἥρωας)
1 вождь, военачальник, предводитель (ἥρωες Ἀχαιοί Hom.);
2 воин, боец (στίχες ἀνδρῶν ἡρώων Hom.);
3 славный муж (Μούλιος ἥ., κῆρυξ Δουλιχιεύς Hom.): ἥ. Δημόδοκος Hom. знаменитый (песнопевец) Демодок;
4 герой, богатырь, человек сказочной силы и доблести (ἀντίθεοι ἥρωες Pind.; δαίμονες τε καὶ ἄνθρωποι Plat.; θεοὶ καὶ ἥρωες Thuc., Arst.; ἐκ ἡρώων εἰς δαίμονας ἀναφέρεσθαι Plut.): ἥρωες ἐπώνυμοι Her. герои-эпонимы (т. е. те, именем которых были названы филы).

Greek (Liddell-Scott)

ἥρως: ὁ, (ὡσαύτως ἡ, μὲ σημασ. ΙΙ)· γεν. ἥρωος (ὡς δάκτυλ. ἐν Ὀδ. Ζ. 303), ἀλλ’ ἐν τῷ τύπῳ ἥρω Δημ. 419. 22, Παυσ. 10. 4, 10· ― δοτ. ἥρωϊ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ ἥρῳ, Ἰλ. Η. 453, Ὀδ. Θ. 483, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1485, Πλάτ. Κωμ. Φάωνι 2. 18, Χρησμ. παρὰ Δημ. 1072. 25· ― αἰτ. ἥρωα Πλάτ. Νόμ. 738D, Δημ. 288. 17 (ὡς δάκτυλος ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 376), ἀλλὰ συνήθως ἐν τῷ τύπῳ ἥρω, Πλάτ. Πολ. 391D, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 766, κτλ.· ὡσαύτως ἥρων Ἡρόδ. 1. 167, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 283. ― Πληθ., ὀνομ. ἥρωες, σπανίως συνῃρ. ἥρως, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 283, δοτ. ἥρωσιν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52· αἰτ. ἥρωας, σπανίως ἥρως, ὡς ἐν τῷ αὐτῷ Ἀγ. 516, Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 4. ― Ἴδε Λοβ. Φρυν. 159. Ἐν ταῖς Ἀττ. Ἐπιγρ. ἥρως, ἥρωος (ἥρω), ἥρῳ, ἥρω (ἥρωα). ― Δυϊκ., γεν. καὶ δοτ. ἥρῳν Meisterh. Gr. σ. 139. (Πρβλ. Σανσκρ. vîras, Λατ. vir, Γοτθ. vair, Λιθ. výras). Παρ’ Ὁμ. ἥρως εἶνε τιμητικὸν ἐπίθ. διδόμενον οὐ μόνον εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς πολεμιστάς, καὶ μάλιστα τοὺς ἐν Τροίᾳ Ἕλληνας (ἥρωες Δαναοί, Ἀχαιοὶ Ἰλ. Β. 110, Τ. 34, 41, 78)· ἀλλ’ εἰς τοὺς πολεμιστὰς ἐν γένει (στίχας ἀνδρῶν ἡρώων Ὀδ. Α. 101, κτλ.)· ― ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ εἰς ἀνθρώπους οὐδὲν κοινὸν ἔχοντας πρὸς τὸν πόλεμον ἢ τὴν διοίκησιν, ὡς ἐν Ὀδ. Δ. 483 εἰς τὸν ἀοιδὸν Δημόδοκον, ἐν Ὀδ. Σ. 423 εἰς τὸν κήρυκα Μούλιον (πρβλ. Ἡρόδ. 7. 134)· μάλιστα ἐν Ὀδ. Η. 44, οἱ ἀπόλεμοι Φαίακες οὕτω καλοῦνται· ὥστελέξις ἥρως κατ’ ἀρχὰς ἀπεδίδετο εἰς πάντα ἐλεύθερον κατὰ τὴν προελληνικὴν περίοδον (ἂν καὶ κυρίως ἔτι καὶ τότε εἰς τοὺς μαχητάς), καὶ ὁ Ἀριστ. ἐν Προβλ. 19. 48 δὲν ἀκριβολογεῖ, λέγων ὅτι, οἱ ἡγεμόνες τῶν ἀρχαίων μόνοι ἦσαν ἥρωες, οἱ δὲ λαοὶ ἄνθρωποι. ― Περὶ τῆς ἡρωικῆς ἐποχῆς ἴδε Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμ. σ. 335 Toll., Serv. Virg. Aen. 1. 200, Thirlw. Hist. Gr. 123 κἑξ., Grote κεφ. 2. 2) ἐπειδὴ ἡ ἡρωικὴ περίοδος ἐκτήσατο σπουδαιότητα διὰ τὴν ἀρχαιότητα αὐτῆς, οἱ ἥρωες ὑψώθησαν ὑπεράνω τῶν κοινῶν ἀνθρώπων· ὑπάρχει ἴχνος τῆς τοιαύτης ἰδέας παρ’ αὐτῷ τῷ Ὁμήρῳ, εἰ τὸ χωρίον γνήσιον, Ἰλ. Μ. 23 (ἔνθα οἱ ἥρωες καλοῦνται ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν)· ἴδε Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 170, ἔνθα οἱ ὄλβιοι ἥρωες εἶνε ἡ τετάρτη γενεὰ ἀνθρώπων, οἵτινες ἔπεσον πρὸ τῶν Θηβῶν καὶ τῆς Τροίας, ὁ δὲ Ζεὺς ἔδωκεν αὐτοῖς εἰς κατοικίαν τὰς νήσους τῶν Μακάρων. Τούτους δὲν πρέπει νὰ συγχέωμεν πρὸς τοὺς δαίμονας, οἵτινες ἵσταντο μίαν βαθμίδα ἀνωτέρω, δηλ. ἦσαν μεταξὺ τῶν ἡρώων καὶ τῶν θεῶν, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 124, 154, Πλάτ. Κρατ. 397D, Νόμ. 738D. 3) ἥρωες, ὡς ὑποκείμενα λατρείας, πρῶτον παρὰ Πινδάρῳ, ὅστις παριστᾷ αὐτοὺς ὡς γενεὰν μεσάζουσαν μεταξὺ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων, ὡς ἡμιθέους, ἀντιθέους, Π. 1. 103., 4. 102· ἥρως θεὸς Ν. 3. 38· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 516, Ἀποσπ. 49· (ταῦτα τὰ χωρία καὶ τὸ ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 449 εἶνε τὰ μόνα, ἐν οἷς ἀπαντᾷ ἡ λέξις παρὰ Τραγ.) ― ἡ λέξις ἐφηρμόσθη τὸ πρῶτον μετὰ τοιαύτης σημασίας ἐπὶ τῶν γεννηθέντων ἐν θεοῦ καὶ θνητοῦ, οἷος ὁ Ἡρακλῆς, ὁ Αἰνείας, ὁ Μέμνων, Ἡρόδ. 2. 44, Πίνδ. Ν. 3. 37, κτλ.· ἀκολούθως ἐπὶ τῶν τιμηθέντων διὰ τὰς πρὸς τὸ ἀνθρώπινον γένος εὐεργεσίας, οἷοι ἦσαν ὁ Δαίδαλος, ὁ Τριπτόλεμος, ὁ Θησεύς, κλ., Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. Πλαν. 4. 84, κτλ.· καὶ ἐπὶ ἄλλων ἐπισήμων προσώπων τῶν μυθικῶν χρόνων, οἷον τοῦ Σισύφου, Θέογν. 711· ― θεοῖς ἥρωσιν, ὡς μετάφρασις τοῦ Ρωμαϊκοῦ Diis manibus, Συλλ. Ἐπιγρ. 3272. 1. 4) βραδύτερον οἱ ἥρωες ἦσαν κατώτεροι ἐγχώριοι θεοί, προστάται φυλῶν, πόλεων, συνδέσμων ἢ ἑταιρειῶν, κτλ., ὡς ἐν Ἀθήναις οἱ ἥρωες ἐπώνυμοι ἦσαν ἐκεῖνοι, ἐξ ὧν αἱ φυλαὶ ὠνομάσθησαν, Ἡρόδ. 5. 66, Παυσ. 1. 1. 5, 1· καὶ ἱδρυταὶ γενεῶν ἢ πόλεων (ἀρχηγέται, κτίσται), ἐλατρεύοντο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο, εἰς οὓς ἱερὰ (ἡρῷα) ἵδρυεν ἡ πολιτεία μετὰ θυσιῶν καὶ ἑορτῶν· πάντοτε ὅμως ἐγίνετο διάκρισις αὐτῶν ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν θεῶν, ἴδε Ἡρόδ. 1. 167, 168, Θουκ. 4. 87., 5. 30., Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 2· οὔτε θεούς, οὔθ’ ἥρωας, οὔτ’ ἀνθρώπους Ἀντιφῶν 114. 20. 5) κατὰ τοὺς ἱστορικοὺς χρόνους πρόσωπα μεγάλως ὑπηρετήσαντα τὴν πολιτείαν ἠξιοῦντο ὁμοίων τιμῶν, ὡς ὁ Βρασίδας ἐν Ἀμφιπόλει, Θουκ. 5. 11· ἐνίοτε δὲ καὶ ἐχθροὶ σφαγέντες πρὸς ἐξιλασμόν, οἷον ὁ Ὀνήσιλος ἐν Ἀμαθοῦντι τῆς Κύπρου, Ἡρόδ. 5. 105, πρβλ. 7. 117: ― Ἐντεῦθεν ἐν τῷ μετεγεν. ἑλληνισμῷ ἐγίνετο χρῆσις τῆς λέξεως ἥρως πρὸς δήλωσιν τοῦ Λατ. divus, Δίων Κ. 56. 41. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ μακαρίτης, ἐπὶ ἀποθανόντος, Ἀλκίφρων 3. 37, Ἡλιόδ. 7. 13· συχν. ἐν Ἐπιγραφ., ἥρως χρηστέ, χαῖρε Συλλ. Ἐπιγρ. 1723, 1781-83· ἔτι καὶ ἐπὶ γυναικῶν, 1784-89· πρβλ. ἡρωίνη 2. ΙΙΙ. ἥρως ποικίλος = στιγματίας, Ἡσύχ., Φώτ. IV. βοῦς ἥρως = βοῦς ἡγεμών, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 32.

English (Autenrieth)

gen. ἥρωος and ἥρω^ος, dat. ἥρω^ι and ἥρῳ, acc. ἥρω(α): hero, warrior; a title of honor for the free and brave; alone as subst., Il. 1.4, Il. 10.179; in address, Il. 20.104, Il. 10.416; w. Δαναοί, Ἀχαιοί, likewise with single names, Il. 4.200, Od. 2.15, Il. 21.163; joined w. θεράποντες Ἄρηος, Il. 2.110; γέρων, Od. 7.155. Never =demigod.

English (Slater)

ἥρως (ἥρως, ἥρωος, ἥρωι, ἥρωα, ἥροα, ἥρως: ἥρωες, ἥροες, ἡρώων, ἥρωσι, ἥρωας, ἥροας.) hero, either because a parent is divine, or because of outstanding achievements in legendary times. No accurate distinction is observed between ἥρως and ἀνήρ, cf. (P. 2.29), 31. τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν (O. 2.2) ἥρως θεός Herakles (N. 3.22) ἥροες ἀντίθεοι (Schr.: ἥρωες codd.: Argonauts) (P. 4.58) ἥροας ἀντιθέους (Schr.: ἥρωας codd.: the Greeks at Troy) (P. 1.53) μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής Battos (P. 5.95) (ἄνδρες) ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 5. ἥρωι Εἰλατίδᾳ. Aipytos (O. 6.33) “ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις.” Aiakos (O. 8.42) Aiakidai: νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις (P. 8.27) ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας ἐγέραιρεν (N. 5.7) καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδανεν (I. 5.26) Πηλέος ἀίει κλέοσ ἥρωος (I. 6.25) “ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίαςPeleus (I. 8.45) neighbours of Aiakos: ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (N. 8.9) the Argonauts: ἀμπνοὰν δ' ἥρωες ἔστασαν (P. 4.199) Λυδὸς ἥρως Πέλοψ (O. 9.9) εὐφράνθη τε ἰδὼν ἥρως θετὸν υἱόν Amphitryon (O. 9.62) ἥρως αἶμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς Ixion (P. 2.31) Ἀσκλαπιόν, ἥροα (Schr.: ἥρωα codd.) (P. 3.7) ἥρως ἐπ' ἀκταῖσιν θορὼν Euphamos (P. 4.36) “Ἄδραστος ἥρως” (P. 8.51) ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς Adrastos (N. 9.9) βασιλεύς, ἐξ ὠκεανοῦ γένος ἥρως δεύτερος Hypseus (P. 9.14) ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον sons of Aigyptos (P. 9.116) θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας Agamemnon (P. 11.31) “σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στάξεν ἥρωςTyndareus (N. 10.82) κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι Kastor and Iolaos (I. 1.17) ἥρωα Τήνερον (Pae. 7.13) Τροίαν, ἥρωσι μόχθον. the Greeks at Troy (I. 6.28) πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν victims of Alkyoneus (N. 4.29) ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά (Stephanus: ἥρως ἐμίγνυτο codd. Plutarchi) fr. 187. frag. ]ἥρωι[ Πα. 7B. 9. ἥρωί τε βω[ Πα. 13a. 1. ]ἄωτος ἡρώω[ν fr. 111a. 7. ἡ]ρώων α[ fr. 140a. 75 (49).

Spanish

difunto

Greek Monolingual

ἥρως, ὁ, θηλ. ἡρωΐς και ἡρώισσα και ἡρῷσσα και ἡρωΐνη (AM)
βλ. ήρωας.

Greek Monotonic

ἥρως: ὁ, γεν. ἥρωος, Αττ. επίσης ἥρω, δοτ. ἥρωϊ, ἥρῳ, αιτ. ἥρωα, ἥρω, σπανίως ἥρων — πληθ., ονομ. ἥρωες, σπάνια ἥρως, δοτ. ἥρωσιν, αιτ. ἥρωας, σπάνια ἥρως (συγγενές με το Λατ. vir),
1. ο ήρωας· στον Όμηρ. αποδίδεται στους Έλληνες που πολέμησαν στην Τροία, κατόπιν και για τους πολεμιστές εν γένει, και έπειτα για όλους τους ελεύθερους ανθρώπους της ηρωικής εποχής, που δεν έχουν καμία σχέση με τον πόλεμο ή τη διοίκηση όπως ο αοιδός Δημόδοκος, ο κήρυκας Μούλιος, ακόμα και οι απόλεμοι Φαίακες.
2. στον Ησίοδ., οι ὄλβιοι ἥρωες είναι άνδρες της τέταρτης γενεάς των ανθρώπων, που έπεσαν μπροστά στα τείχη της Θήβας και της Τροίας και έλαβαν από το Δία κατοικία στα Νησιά των Μακάριων.
3. οι ήρωες, ως υποκείμενα λατρείας, σαν ημίθεοι ή άνδρες γεννημένοι απο θεό και θνητό, όπως ο Ηρακλής, ο Αινείας, ο Μέμνονας, σε Ηρόδ., Πίνδ.· έπειτα, χρησιμοποιείται για όσους είχαν προσφέρει μεγάλες ευεργεσίες στο ανθρώπινο γένος και τιμήθηκαν γι' αυτό, όπως ο Δαίδαλος, ο Τριπτόλεμος, ο Θησέας, σε Ανθ.
4. έπειτα, οι ήρωες ήταν κατώτεροι, τοπικοί, εγχώριοι θεοί, προστάτες πόλεων, φυλών ή ομάδων, συντεχνιών, κ.λπ.· όπως στην Αθήνα, οι ἥρωες ἐπώνυμοι ήταν εκείνοι οι ήρωες από τους οποίους πήραν τα ονόματά τους οι φυλαί, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: lord, hero (Il.).
Other forms: -ωος, rarely -ωνος, -ωνι, -ωτι a. o. (details in Schwyzer 479f., 557, 582)
Dialectal forms: Myc. tiriseroe
Derivatives: ἡρώϊος, ἡρῳ̃ος heroic (Pi., Pl.) with ἡρώϊον, -ῶον sanctuary of a hero (IA); ἡρωϊκός id. (Att., Arist.). Several feminine-formations (cf. on βασιλεύς): 1. ἡρωΐς (Pi.); 2. ἡρωΐνη, ἡρῴνη, ἡροΐνα (Ar., inscr.); 3. ἡρώϊσσα, ἡρῳ̃σσα (A. R., inscr.; cf. v. Wilamowitz Glaube 2, 9 n. 1); 4. ἡρώασσα (Creta); 5. ἡρυς (Lilybaeum IIa), prob. innovation (after θῆλυς, γρηΰς?); - ἡρωϊασταί, ἡρωϊσταί (-οϊσταί, -ωσταί) pl. `adorer of Heros (inscr. IVa); after the nouns in -αστής, -ιστής, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 175ff.; ἡρωϊσμός adoration of heros (Mytilene); the verb ἡρωΐζω only Eust. 4, 1, as write epic poems. - PN Ἥρυλλα (Chantraine Formation 252).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Not from ἡρωϜ- as was assumed, because of the Myc. form. A Pre-Greek word.

Middle Liddell

1. a hero, in Hom. used of the Greeks before Troy, then of warriors generally; and then of all free men of the heroic age, as the minstrel Demodocus, the herald Mulius, even the unwarlike Phaeacians.
2. in Hes. the blessed heroes are the fourth age of men, who fell before Thebes and Troy, and then passed to the Islands of the Blest.
3. heroes, as objects of worship, demigods or men born from a god and a mortal, as Hercules, Aeneas, Memnon, Hdt., Pind.; then of such as had done great services to mankind, as Daedalus, Triptolemus, Theseus, Anth.
4. later, the heroes are inferior local deities, patrons of tribes, cities, guilds, founders of cities, etc.; as at Athens, the ἥρωες ἐπώνυμοι were the heroes after whom the φυλαί were named, Hdt.

Frisk Etymology German

ἥρως: -ωος,
{hḗrōs}
Forms: vereinzelt -ωνος, -ωνι, -ωτι u. a. (Einzelheiten bei Schwyzer 479f., 557, 582)
Grammar: m.
Meaning: Herr, Held, Heros (seit Il.).
Derivative: Davon ἡρώϊος, ἡρῳ̃ος heldenhaft, heroisch (Pi., Pl. usw.) mit ἡρώϊον, -ῶον Heroenheiligtum (ion. att.); ἡρωϊκός ib. (att., Arist. usw.). Mehrere Femininbildungen (vgl. zu βασιλεύς): 1. ἡρωΐς (Pi. u. a.); 2. ἡρωΐνη, ἡρῴνη, ἡροΐνα (Ar., Inschr.); 3. ἡρώϊσσα, ἡρῳ̃σσα (A. R., Inschr.; vgl. v. Wilamowitz Glaube 2, 9 A. 1); 4. ἡρώασσα (Kreta); 5. ἡρυς (Lilybaion IIa), wohl Neubildung (nach θῆλυς, γρηΰς?); nach Kretschmer Glotta 15, 306f. alter ū-Stamm, mit ōu inἥρως (s. unten) ablautend; wieder anders Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 5f. — ἡρωϊασταί, ἡρωϊσταί (-οϊσταί, -ωσταί) pl. Heroenverehrer (Inschr. seit IVa); nach den Nomina auf -αστής, -ιστής, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 175ff.; ebenso ἡρωϊσμός Heroenverehrung (Mytilene); das Verb ἡρωΐζω nur Eust. 4, 1, u. z. im Sinn von epische Gedichte schreiben. — PN Ἥρυλλα (Chantraine Formation 252).
Etymology : Bildung wie πάτρως, μήτρως, somit wohl einen Stamm ἡρωϝ- voraussetzend; sonst unklar. Gewöhnlich als "der Beschützer" erklärt und mit lat. servāre erhalten, bewahren, aw. haurvaiti beschützen, behüten verbunden. Lit. zu Ἥρα, das als Fem. von ἥρως betrachtet wird. — Ältere, entschieden verfehlte Deutungen bei Bq; dazu noch Schröder Gymnasium 63, 69ff., v. Windekens Glotta 36, 310f.
Page 1,644-645

English (Woodhouse)

hero, demi-god, patron saint

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἴσως σχετίζεται μέ τό Ἥρα (=θεά πολιοῦχος) καί μέ τό λατιν. servo (=φυλάγω).
Παράγωγα: ἡρωικός, ἡρωίνη (=ἡρωίδα) = ἡρωίς, ἡρῷον.

Léxico de magia

difunto invocado en las prácticas ἀγωγὴ ἐπὶ ἡρώων ἢ μονομάχων ἢ βιαίων encantamiento por medio de difuntos, gladiadores o muertos de forma violenta P IV 1390 P IV 1393 ἥρωες ἀτυχεῖς ἡρωίδες τε δυστυχεῖς, οἱ ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ, ..., ἐπακούσατέ μου καὶ ἐξεγείρατε τὴν δεῖνα difuntos infortunados y difuntas desdichadas, los que estáis en este lugar, escuchadme y despertad a fulana P IV 1420 P IV 1408 P IV 1446 τὰν Ἑκάταν σε καλῶ σὺν ἀποφθιμένοισιν ἀώροις, κεἴ τινες ἡρώων ἔθανον ἀγύναιοί τε ἄπαιδες a ti te invoco, Hécate, junto con muertos prematuramente y con cualesquiera difuntos que murieron sin mujer y sin hijos P IV 2732

Lexicon Thucydideum

heros, hero, 2.74.2, 2.74.3. similiter similarly 4.87.2. 5.11.1, 5.30.1. 5.30.3.

Translations

Adyghe: батыр; Afrikaans: held; Albanian: trim, hero, kreshnik; Amharic: ጀግና; Arabic: بَطَل‎, بَطَلَة‎, أَبْطَال‎; Aragonese: heroi; Armenian: հերոս, դյուցազն; Asturian: héroe; Avar: багьадур; Azerbaijani: qəhrəman, qoçaq; Bashkir: баһадир, батыр; Basque: heroi; Belarusian: герой, гераі́ня; Bengali: বীর, আদর্শ পুরূষ; Bulgarian: герой, героиня, юнак, юнакиня; Burmese: လူစွမ်းကောင်း; Catalan: heroi, heroïna; Cebuano: hero; Cherokee: ᎠᏥᎸᏉᏗ; Chichewa: ngwazi; Chinese Dungan: йинщун; Mandarin: 英雄, 勇士; Min Nan: 勇者; Chukchi: пыԓԓиӈыԓьын; Chuvash: паттăр; Corsican: eroe; Czech: hrdina, hrdinka; Danish: helt, heltinde; Dutch: held, heldin; Erzya: мараля, марава; Esperanto: heroo, heroiĉo, heroino; Estonian: kangelane, sangar, heeros, kangelased; Faroese: hetja; Finnish: sankari, sankaritar, urho, sankar; French: héros; Galician: heroe; Georgian: გმირი; German: Held, Heldin, Kriegsheld, Kriegsheldin; Greek: ήρωας, ηρωίδα; Ancient Greek: ἥρως; Hawaiian: meʻe; Hebrew: גִּבּוֹר‎, גִּבּוֹרָה‎; Hindi: नायक, वीर, हीरो, महावीर, शूरवीर, महापुरुष, आदर्श पुरुष, बहादुर, सूरमा, वीरपुरुष, धीर; Hungarian: hős; Icelandic: hetja; Ido: heroo, heroulo, heroino; Indonesian: pahlawan; Interlingua: heroe; Irish: laoch, gaiscíoch; Italian: eroe; Japanese: 英雄, 勇者, ヒーロー; Javanese: prawira; Kannada: ಮಹಾಪುರುಷ; Kazakh: қаһарман, батыр, ер; Khmer: វីរបុរស, វីរជន, អ្នកក្លាហាន; Korean: 영웅(英雄), 히로; Kurdish Central Kurdish: قارەمان‎; Northern Kurdish: qehreman; Kyrgyz: каарман, баатыр; Ladino: ero; Lao: ວີລະບຸລຸດ; Latin: heros, herois; Latvian: varonis; Lithuanian: didvyris, didvyrė, didvyriai; Luxembourgish: Held; Macedonian: јунак, јунакиња, херој, хероина; Malay: wira; Malayalam: ധീരൻ; Maltese: eroj; Manchu: ᠪᠠᡨᡠᡵᡠ; Maori: toa; Marathi: वीर; Middle English: athel; Middle Korean: 바톨〮; Mongolian Cyrillic: баатар; Navajo: bíʼátʼíní; Nepali: बीर, वीर; Norwegian Bokmål: helt, heltinne; Nynorsk: helt, heltinne; Occitan: eròi; Old English: hæleþ, hæleð, beorn; Oriya: ବୀରପୁରୁଷ; Pashto: اتل‎, اتله‎; Persian: قهرمان‎, یل‎; Plautdietsch: Helt; Polish: bohater, bohaterka, heros; Portuguese: herói, heroína; Punjabi: ਹੀਰੋ, ਜੁਝਾਰੂ, ਬਹਾਦਰ, ਸੂਰਮੇ; Purepecha: k'uanhari; Romanian: erou, eroină; Russian: герой, героиня; Sanskrit: वीर, प्रवीर; Scottish Gaelic: gaisgeach, laoch; Serbo-Croatian Cyrillic: ју̀на̄к, јуна̀киња, хѐро̄ј, хероина; Roman: jùnāk, junàkinja, hèrōj, heroína; Sicilian: iroi; Sinhalese: වීරයා; Slovak: hrdina, hrdinka; Slovene: junak, heroj, junakinja, heroina; Spanish: héroe; Sumerian: 𒌨𒊕; Swahili: shujaa; Swedish: hjälte, hjältinna; Tajik: қаҳрамон; Tamil: வீரன்; Tatar: баһадир, батыр, каһарман; Telugu: వీరుడు, కథానాయకుడు; Thai: วีรบุรุษ, ฮีโร่; Tibetan: དཔའ་བ; Tocharian B: etre; Turkish: kahraman, yiğit, alp, bahadır; Turkmen: gahryman, gero, batyr; Tuvan: кулугуруң, маадыр; Ukrainian: герой, герої́ня; Urdu: نائک‎, ویر‎; Uyghur: قەھرىمان‎, باتۇر‎, باھادىر‎; Uzbek: qahramon, pahlavon, botir, bahodir; Vietnamese: anh hùng; Volapük: heroedan, hiheroedan, jiheroedan; Welsh: arwr, gwron; West Frisian: held; Yiddish: העלד‎, גבור