κριξός
English (LSJ)
ὁ, Dor.for κιρσός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1510] dor. = κρισσός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κριξός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ κιρσός, ὃ ἴδε.
ὁ, Dor.for κιρσός (q.v.).
[Seite 1510] dor. = κρισσός, w. m. s.
κριξός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ κιρσός, ὃ ἴδε.