κρισσός
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
ὁ,
A = κιρσός, Andreas ap.Dsc.4.118, Hippiatr.77, Hsch.
II knot in oaks from which mistletoe springs, Id.
German (Pape)
[Seite 1511] att. = κιρσός; dah. κρισσοκάβωνες ἵπποι, οἳ κατὰ τῶν διδύμων κρισσοὺς ἔχουσιν, ἄθετοι πρὸς ὀχείαν, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
κρισσός: ὁ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ κιρσός, Ἱππιατρ. 54, 5· «ἡ ἐν ταῖς δρυσὶ γινομένη διάφυσις, ὅθεν ῥέει ὁ ἰξός. ἢ ἡ ἐν τοῖς ἄρθροις διάφυσις σκληρὰ καὶ ὀζώδης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κρισσός, ὁ (AM)
ο κιρσός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) ο ρόζος της βαλανιδιάς από τον οποίο ρέει ιξός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κιρσός, που εμφανίζει επίθημα -σσός (πρβλ. κολοσσός) και μετάθεση του -ρ-].