ὁ,
A roving, Plu.2.603e, Aret.SD2.6.
[Seite 837] ὁ, = ῥεμβίη; καὶ ἄλυς Plut. de exil. 11.
ῥέμβος: ὁ, = ῥέμβη, Πλούτ. 2. 603Ε.