ἄλυς
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
υος, ὁ, (ἀλύω)
A agitation, Hp.Ep.1, Gal.9.613; χειρῶν Adam. 2.21.
II ennui, boredom, Zeno Stoic.1.58, Plu.Eum.11, Diog. Oen.Fr.24; ἄ. ναυτιώδης Plu.Pyrrh.13.
Spanish (DGE)
-υος, ὁ
1 inquietud, desasosiego, agitación, desazón Hp.Ep.1, Gal.9.613, τὸν ἄλυν καὶ τὴν ἀδημονίαν Plu.2.78a, cf. Hsch.
2 ronda, vagabundeo, pasatiempo ἀπέστω δὲ καὶ ὁ ἀπὸ τῶν μυροπολίων καὶ χρυσοχοείων ... ἄλυς que se mantenga lejos (el joven perfecto) de rondar las tiendas de perfumistas y orfebres Zeno Stoic.1.58, μεθυστικὸς Clem.Al.Paed.2.4.40.
3 aburrimiento, tedio ἀκηδεία καὶ ἄ. Diog.Oen.25.3.10, τὸν ἄλυν ὑπὸ τῆς ἀπραξίας Plu.Eum.11, ἄλυν τινὰ ναυτιώδη νομίζων pareciéndole (el no hacer daño a los demás) un aburrimiento repugnante Plu.Pyrrh.13, ἄλυες <δὲ> καὶ νυσταγμοὶ καὶ διεκτάσεις καὶ χάσμαι Clem.Al.Paed.2.9.81.
• Etimología: Cf. ἀλύω.
German (Pape)
[Seite 110] υος, ἡ, müßiges, zweckloses Umhertreiben, Langeweile, Plut. Anton. 69 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ) :
vie errante et désœuvrée.
Étymologie: ἀλύω.
Russian (Dvoretsky)
ἄλυς: υος (ᾰ) ὁ скука, тоска Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλυς: -υος, ὁ, (ἀλύω) ἀργία, ἀπραξία, περιπλάνησις, πλῆξις, ἀνία, Ἱππ. Ἐπιστ. 1271, Πλουτ. Πύρρ. 13, Εὐμ. 11· «ἄλυς, ἀπορία, πλάνος, βλάβη», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἄλυς (-υος), ο (Α) ἀλύω
1. περιπλάνηση, περιδιάβαση
2. αναστάτωση, διέγερση, αδημονία
3. λύπη, πλήξη ανία.
Greek Monotonic
ἄλυς: -υος, ὁ (ἀλύω), αργία, απραξία, περιπλάνηση, πλήξη, ανία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀλύω
listlessness, ennui, Plut.