A = παναγής 1, ὄμμα Callistr.Stat. 10; κήρυκες Sch.Aeschin.1.20.
[Seite 455] ganz keusch, rein, Sp.
πάναγνος: ὁ, ὅλως ἁγνός, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 12. 10 Dind., Ἀμφιλ. 37Α, Δίδ. Ἀλ 452C, κλ . - Ἐπίρρ. πανάγνως, Ψευδο-Διον. Ἀρ. 436Α.