Ἐρετριεύς
Greek (Liddell-Scott)
Ἐρετριεύς: ὁ, ὁ ἐξ Ἐρετρίας, Ἡρόδ., κλ.: γεν. ἑνικ. -ιέως, συνῃρ. -ιῶς, Στεφ. Βυζ. Ἀνέκδ. Ὀξ. 4. 195· πληθ. -ιέων, συνῃρ. -ιῶν, Θουκ. 4. 123, 8. 95, Βεκκ.: αἰτ. ἑνικ. -ιᾶ, Ἀρκάδ. 130· «Ἐρετριέων ῥῶ· Ἐρετριεῖς τῷ ρ κατακόρως χρῶνται» Ἡσύχ.: ― ἐπίθ., Ἐρετρικός, ή, όν, Ἡρόδ., κλ.· οἱ Ἐρ., οἱ μσθηταὶ τοῦ Ἐρετριέως Μενεδήμου, Στράβ., ἴδε Ritter Ἱστορ. Φιλ. 2. 141 κἑξ.: ὡσαύτως Ἐρετριακός, ή, όν, Στράβ. 393· ― «ἐρετριακὸς κατάλογος· ἐπὶ Διφίλου (Ὀλυμπ. 84, 3) ψήφισμα ἐγράφη ἐξ Ἐρετρίας καταλέξαι ὁμήρους τοὺς τῶν πλουσιωτάτων υἱούς, τοῦτο οὖν τὸ ψήφισμα ἔχει ἐπιγραφὴν ἐρετριακὸς κατάλογος» Ἡσύχ.· ― Ἐρετριαῖος, α, ον, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 8. 95· Ἐρετριὰς (δηλ. γῆ), άδος, ἡ, εἶδος πηλοῦ ἐξ Ἐρετρίας τῆς Εὐβοίας, Διοσκ. 5. 171.