μεγαλόπτωχος

Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ,

   A magnificently poor, Διογένης τοὺς μεγάλα καὶ ἀθρόα λαμβάνοντας μεγαλοπτώχους ἐκάλει Stob.3.10.62.

German (Pape)

[Seite 107] ein großer Armer, sehr arm, Stob.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόπτωχος: ὁ, ὁ λίαν πτωχός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ.