ὁ,
A magnificently poor, Διογένης τοὺς μεγάλα καὶ ἀθρόα λαμβάνοντας μεγαλοπτώχους ἐκάλει Stob.3.10.62.
[Seite 107] ein großer Armer, sehr arm, Stob.
μεγᾰλόπτωχος: ὁ, ὁ λίαν πτωχός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ.