ὁ,= στολάρχης, Poll.1.119 cod. B.
[Seite 946] ὁ, = στολάρχης, Sp.
στόλαρχος: ὁ, ὁ διοικητὴς στόλου, ναύαρχος, Πολυδ. Α΄, 119.