ναύαρχος
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
English (LSJ)
ὁ,
A navarch, commander of a fleet, admiral, A.Pers.363, Hdt.7.59, 8.42, Eub.67.11, IG12(3).103.12 (pl., Nisyros); οὔτε στρατηγοὺς οὔτε ν. S.Aj. 1232; esp. the Spartan admiral-in-chief, Th.4.11, 8.6,20,23, X.An. 1.4.2, etc.; used of an inferior naval officer, Decr. ap. D.18.73; nauarchorum coetus circiter provincias Orientis, Cod.Just.11.2.4.
II as adjective, ἐπὶ ναυάρχῳ σώματι… τῷ βασιλείῳ A.Ch.723 (anap.).
German (Pape)
[Seite 230] ὁ, Schiffsbefehlshaber, Flottenführer, Admiral; Aesch. Ch. 712; Soph. Ai. 1211; Her. 7, 59. 8, 42; Thuc. 4, 11. 8, 20; Xen. u. Pol. oft.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 commandant d'un vaisseau;
2 commandant d'une flotte, amiral.
Étymologie: ναῦς, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
ναύαρχος: ὁ
1 наварх, командующий флотом (преимущественно у спартанцев, у афинян чаще - στρατηγός) Her., Aesch., Soph., Thuc., Xen.;
2 командир корабля Dem., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ναύαρχος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ διοικητὴς στόλου, Ἡρόδ. 7. 59., 8. 42, Αἰσχύλ. Πέρσ. 363· οὔτε στρατηγοὺς οὔτε ν. Σοφ. Αἴ. 1232· - κυρίως ὁ Σπαρτιάτης ναύαρχος, διότι οἱ Ἀθηναῖοι ναύαρχοι διετήρουν τὸ ὄνομα στρατηγοί, Θουκ. 4. 11., 8. 6, 20, 23, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 2, κτλ.· ἐν χρήσσει ἐπὶ κατωτέρου ναυτικοῦ ἀξιωματικοῦ, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 249. 15. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐπὶ ναυάρχῳ σώματι... τῷ βασιλείῳ Αἰσχύλ. Χο. 723.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ναύαρχος, Μ και ναυάρχος)
ο διοικητής του στόλου
νεοελλ.
1. βαθμός ανώτατου μάχιμου αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού που φέρει μόνον ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης εφ' όσον προέρχεται από το Πολεμικό Ναυτικό
2. ο αντιναύαρχος και ο υποναύαρχος
αρχ.
1. διοικητής πλοίου
2. διοικητής μοίρας του στόλου
3. (στην Αθήνα) ένας από τους δέκα στρατηγούς, υπό τις διαταγές του οποίου τελούσαν οι τριήραρχοι και οι πεντηκόνταρχοι
4. (στη Σπάρτη, στις Συρακούσες κ.α.) ο πρώτος από τους πολεμικούς άρχοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. πλοίαρχος].
Greek Monotonic
ναύαρχος: ὁ, διοικητής στόλου, ναύαρχος, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Σοφ.· ιδίως ο Σπαρτιάτης ναύαρχος, διότι οι Αθηναίοι ναύαρχοι διατηρούσαν το όνομα στρατηγοί, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ναύ-αρχος, ὁ,
the commander of a fleet, an admiral, Hdt., Aesch., Soph.:—esp. the Spartan admiral-in-chief, whereas the Athen. admirals retained the name of στρατηγοί (generals), Thuc., Xen., etc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=διοικητής στόλου). Ἀπό τό ναῦς + ἄρχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ναῦς.
Lexicon Thucydideum
praefectus classis (apud Lacedaemonios), admiral (among the Spartans), 2.66.2, 2.80.2. 3.16.3, 3.26.1. 4.11.2, 8.6.5, 8.20.1, 8.23.1. 8.24.6. 8.26.1. 8.29.2, 8.50.2. 8.99.1.
Translations
French: navarque; German: Navarch; Greek: ναύαρχος; Ancient Greek: ναύαρχος; Italian: navarco, navarca; Latin: navarchus; Spanish: navarco
admiral
Albanian: admiral; Arabic: أَمِيرُ البَحْر, أَدْمِيرَال; Armenian: ծովակալ; Azerbaijani: admiral; Belarusian: адмірал; Bulgarian: адмирал; Catalan: almirall; Chinese Mandarin: 海軍上將, 海军上将; Czech: admirál; Danish: admiral; Dutch: admiraal; Esperanto: admiralo, ŝiparestro; Estonian: admiral; Faroese: admirálur; Finnish: amiraali, suuramiraali, laivastoamiraali; French: amiral; Georgian: ადმირალი; German: Admiral; Greek: ναύαρχος; Ancient Greek: ναύαρχος; Hebrew: אַדְמִירָל; Hindi: ऐडमिरल; Hungarian: tengernagy, admirális; Icelandic: aðmíráll; Interlingua: admiral; Irish: aimiréal; Italian: ammiraglio; Japanese: 海軍大将, 提督; Kazakh: адмирал; Korean: 제독(提督); Kyrgyz: адмирал; Latin: navarchus; Latvian: admirālis; Lithuanian: admirolas; Macedonian: адмирал; Malay: laksamana; Manx: ard-marragh; Maori: ātamira; Norman: amitha; Northern Sami: admirála; Norwegian Bokmål: admiral; Nynorsk: admiral; Persian: دریابد; Polish: admirał; Portuguese: almirante; Romanian: amiral; Russian: адмирал; Serbo-Croatian Cyrillic: адмѝра̄л; Roman: admìrāl; Sicilian: ammiragghiu; Slovak: admirál; Slovene: admiral; Spanish: almirante; Swedish: amiral; Tagalog: laksamana, almirante; Tajik: адмирал; Thai: พลเรือเอก; Turkish: oramiral; Turkmen: admiral; Ukrainian: адмірал; Urdu: امیر البحر, ایڈمرل; Uyghur: ئادمىرال; Uzbek: admiral; Vietnamese: đô đốc; Welsh: llyngesydd; Yiddish: אַדמיראַל