νομοδότης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A lawgiver, Sm.Ps.75(76).12.
Greek (Liddell-Scott)
νομοδότης: ὁ, ὁ δοὺς νόμους, νομοθέτης, Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΟΕ΄, 12, 13, Μεθόδ. 360Α.
ου, ὁ,
A lawgiver, Sm.Ps.75(76).12.
νομοδότης: ὁ, ὁ δοὺς νόμους, νομοθέτης, Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΟΕ΄, 12, 13, Μεθόδ. 360Α.