στρατηλατέω
English (LSJ)
A lead an army into the field, ἐπί τινας, ἐπὶ χώρην, Hdt. 1.124, 5.31, cf. 7.5; ἐκεῖσε A.Pers.717 (troch.); δεῦρο E.Heracl.465: abs., Hdt.7.10.θ, A.Eu.687, E.IA1195. II c. gen., to be commander of, command, Id.HF61, Rh.276: c. dat., Id.Ba.52, El.321,917.
German (Pape)
[Seite 951] ein Heer in's Feld führen; absolut, ἐκεῖσε, Aesch. Pers. 307; Eum. 657; Her. 7, 10; – gew. ἐπί τινα, ἐπὶ χώραν; Eur. oft, wie Her., 1, 122. 7, 5; – auch c. gen. u. dat., anführen, befehligen.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηλᾰτέω: ὁδηγῶ στρατὸν εἰς τὴν μάχην, εἰς πόλεμον, ἐπί τινα, ἐπὶ χώραν Ἡροδ. 1. 124, 5. 31, κ.ἀλλ.· στρ. ἐκεῖσε Αἰσχύλ. Πέρσ. 717· δεῦρο Εὐρ. Ἡρακλ. 465· ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 108. Αἰσχύλ. Εὐμ. 687. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι διοικητής, διοικῶ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 61, Ρῆσ. 276· μετὰ δοτικ., ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 52, Ἠλ. 321, 917.