ὁ, Cret.,
A = ἀγμός, St.Byz. s.v. Ὄαξος. B Maced. word for ὕλη, Hsch.
[Seite 271] ὁ, kretisch = ἀγμός, Wessel. Her. 4, 154.
ἄξος: ὁ, Κρητική λέξις ἀντὶ ἀγμός, Στέφ. Βυζ., πρβλ. Wessel. ἐν Ἡρόδ. 4. 154. Ι. «ἄξος· ὕλη παρὰ Μακεδόσιν» Ἡσύχ.