ὑποβιβασμός
English (LSJ)
ὁ,
A a carrying off downwards, purging, κοιλίας Xenocr. ap. Orib.2.58.124: more generally, passing down, τῆς τροφῆς Herod.Med. ap. Aët.9.13.
German (Pape)
[Seite 1211] ὁ, Abführung nach unten, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβῐβασμός: ὁ, ὑπαγωγὴ τῆς κοιλίας, κάθαρσις, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 60, Ὀρειβάσ. 25 Matth. II. καταβιβασμός, ἀφῖκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 590C.