ἐνουλισμός
German (Pape)
[Seite 850] ὁ, das Kräuseln, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνουλισμός: ὁ, τὸ «σγούρωμα», ἐνουλισμὸς τῶν πλοκάμων Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. 3. 2, σ. 253.
[Seite 850] ὁ, das Kräuseln, Clem. Al.
ἐνουλισμός: ὁ, τὸ «σγούρωμα», ἐνουλισμὸς τῶν πλοκάμων Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. 3. 2, σ. 253.