ἐνουλισμός

From LSJ

νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers

Source

German (Pape)

[Seite 850] ὁ, das Kräuseln, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνουλισμός: ὁ, τὸ «σγούρωμα», ἐνουλισμὸς τῶν πλοκάμων Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. 3. 2, σ. 253.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
rizo, bucle (γυναῖκες) τῶν πλοκάμων τοὺς ἐνουλισμοὺς ἀσκοῦσαι Clem.Al.Paed.3.2.5.

Greek Monolingual

ἐνουλισμός,.ο (Α) ενουλίζομαι
το κατσάρωμα τών μαλλιών.