ὀρνεόμαντις

Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

εως, ὁ, = Lat.

   A augur or auspex, Sch.Ar.Av.718.

German (Pape)

[Seite 382] ὁ, der Vogelwahrsager, der Vogelzeichendeuter, Schol. Ar. Av. 718.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεόμαντις: ὁ, τὸ Λατιν. auspex, ὁ διὰ τῶν ὀρνέων μαντευόμενος, οἰωνοσκόπος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 718. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.